Site icon Cityportal.gr

«Κάθε Τρίτη με τον Μόρι» Κριτική

«Κάθε Τρίτη με τον Μόρι»του Mitch Albom στο «Αριστοτέλειον» Θεσσαλονίκης

– Αν η γήρανση ήταν τόσο πολύτιμη, γιατί οι άνθρωποι λένε πάντα, «Αχ, ας ήμουν και πάλι νέος». Ποτέ δεν ακούς τους ανθρώπους να λένε «Αχ, μακάρι να ήμουν εβδομήντα πέντε».

– Αυτός χαμογέλασε. «Ξέρεις τι αντικατοπτρίζει αυτό; Ανικανοποίητες ζωές. Ανεκπλήρωτες ζωές. Ζωές που δεν έχουν βρει νόημα. Γιατί, αν βρεις νόημα στη ζωή σου, δεν θέλεις να γυρίσεις πίσω. Θέλεις να πας μπροστά. Θέλετε να δείτε περισσότερα, κάντε περισσότερα. Δεν μπορείς να περιμένεις ευκαιρίες, μέχρι να γίνεις εβδομήντα πέντε.

Ο Μιτς Άλμπομ γεννήθηκε τον Μάιο του 1958 στο Νιου Τζέρσεϊ. Αρχικά ήταν πιανίστας και ήθελε να πορευτεί στη ζωή του ως μουσικός. Όμως, έγινε συγγραφέας, αθλητικογράφος, σεναριογράφος και τηλεοπτικός/ραδιοφωνικός παραγωγός. Στα χρόνια του κολεγίου γνώρισε τον καθηγητή Morrie Schwartz, ο οποίος τον επηρέασε τόσο, ώστε να γράψει σε βιβλίο τα όσα έζησε κι έμαθε απ’ αυτόν στις δεκατέσσερις επισκέψεις στο σπίτι του, όταν εκείνος διάνυε την τελευταία περίοδο της ζωής του.

Είναι γεγονός ότι πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που έσπασε ταμεία σε όλο τον κόσμο, πουλώντας πάνω από 14 εκατομμύρια αντίτυπα, μεταφρασμένο σε περισσότερες από 45 γλώσσες. Το έργο αναπαριστά τη βαθιά σχέση και τη λυτρωτική επικοινωνία που αναπτύσσεται μεταξύ του Μόρι Σουόρτς, διακεκριμένου καθηγητή Κοινωνιολογίας, και του φοιτητή του Μιτς Άλμπομ καταλήγοντας στον θάνατο του καθηγητή και στην κάθαρση του μαθητή.

Το βιβλίο διασκευάστηκε κι έγινε πρώτα σενάριο για μια τηλεοπτική ταινία του1999 , σε σκηνοθεσία Μάικ Τζάκσον και με πρωταγωνιστές τους Χάνκ Αζάρια και Τζακ Λέμον κι ύστερα θεατρική παράσταση, η οποία ανέβηκε στο Broadway το 2002 στο θέατρο «MinettaLane».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ: «Ελεύθερος πολιορκημένος» ο σύγχρονος άνθρωπος

«Κάθε Τρίτη με τον Μόρι» – Το έργο

Η ιστορία ξεκινά με την αρχική σχέση ανάμεσα στον ταλαντούχο, χαρισματικό καθηγητή Morrie Schwartz και τον εξαιρετικά δεκτικό μαθητή του Mitch Albom. Κατά τη διάρκεια των πανεπιστημιακών του ετών, ο Μιτς παρακολουθεί κάθε μάθημα του Μόρι κι όταν ο Μιτς αποφοιτά, δεσμεύεται να κρατήσει επαφή. Αυτό δε συνέβη.

Πέρασαν δεκαέξι χρόνια κι ο Μιτς μαθαίνει ότι ο πρώην μέντοράς του είναι πλέον θύμα της ALS (νόσος του ΛουΓκέριγκ), με ελάχιστο χρόνο ζωής. Η συγκινητική τους επανένωση, η οποία εξελίσσεται σε εβδομαδιαίες επισκέψεις Τρίτης, επαναλαμβάνει τους ρόλους τους, αυτή τη φορά σε ένα μοναδικό εξατομικευμένο μάθημα , ουσιαστικά για όλους, καθώς εμβαθύνει στα βασικά σημεία της ζωής.

Όπως ο Μιτς, μπορεί κι εσείς να χάσατε την επαφή μ’ ένα σημαντικό πρόσωπο – δάσκαλό σας. Θα θέλατε, ίσως, να ξαναδείτε αυτόν τον άνθρωπο, να του κάνετε τις μεγάλες εκείνες ερωτήσεις, ακόμα αναπάντητες , να ακούσετε σοφές συμβουλές για τη σημερινή πολυάσχολη ζήση και να συνομιλήσετε μαζί του,σαν ένας μαθητής διψασμένος για αλήθειες.
Ο Μιτς Άλμπομ είχε αυτή τη δεύτερη ευκαιρία. Βρήκε ξανά τον Μόρι, όταν εκείνος περνούσε τους τελευταίους μήνες της ζωής του.

Η ανάγνωση

Το «Κάθε Τρίτη με τον Μόρι» είναι ένα μαγικό χρονικό των ωρών που πέρασαν μαζί καθηγητής και μαθητής , ωρών κατά τις οποίες ο φοιτητής Μιτς δέχτηκε το τελευταίο και ανθεκτικό στον χρόνο δώρο τού διδάκτορα Μόρι. Τα μαθήματα Ζωής συμπυκνωμένα σε εύστοχες φράσεις όπως:

Ο Μόρι Σουόρτς, πρόσωπο πραγματικό και καθηγητής του Μιτς πριν από εικοσιπέντε ολόκληρα χρόνια, μέσα από το κείμενο, προσφέρει απλόχερα σε όλους εμάς τους θεατές μία πνευματική κυριολεκτικά κληρονομιά, μία σοφία με βασικό συστατικό της όχι τον εντυπωσιασμό, αλλά την επαφή, την αγάπη, την τροφή για σκέψη γύρω από τα ουσιώδη της ύπαρξής μας. Την πολυκύμαντη ζωή, τις διαπροσωπικές μας σχέσεις, τον γάμο, τη φιλία, το χρήμα, τον εγωισμό, τον φόβο, τον θάνατο.

Η απλότητά του κερδίζει το κοινό με μιας, πόσο μάλλον, αν σκεφτούμε πως η βαρύτητα των λέξεων αποκτά άλλο νόημα από έναν άνθρωπο, ο οποίος ετοιμάζεται για το μεγάλο ταξίδι του στην αιωνιότητα.

Η παράσταση

Την αρχική μετάφραση του έργου έκανε ο Ζαφείρης Χαϊτίδης, αλλά ο σκηνοθέτης με τον Γρήγορη Βαλτινό δώσανε στο κείμενο μια γλώσσα πιο καθαρή, πιο χιουμοριστική , πιο σημερινή, πιο ευέλικτη θεατρικά και εύληπτη νοηματικά.

Η παράσταση ξεκινάει από το τέλος της γνωριμίας των δύο! Σε κάποιο, υποθέτω, νεκροταφείο, ένας άνδρας βγάζει μια κουβέρτα, τη στρώνει καταγής, ανοίγει ένα σάντουιτς, δαγκώνει μια μπουκιά κι αρχίζει έναν διάλογο με τον ωσεί παρόντα καθηγητή, όπως συμβαίνει κάθε Τρίτη. Ουσιαστικά, μας συστήνεται (είναι ο Μιτς Άλμπομ, ο συγγραφέας) και μας ταξιδεύει στον χρόνο, στην αρχή της ιστορίας, στα γεγονότα που τον οδήγησαν να γράψει το βιβλίο του.

Η σκηνοθετική δομή κινείται πάνω στον άξονα της παρατήρησης της εσωτερικότητας της ύπαρξης, εστιάζοντας στο όποιο αυθεντικό τής ανήκει. Έτσι ο θεατής μπορεί να εισχωρήσει σε βαθιά ψυχικά στρώματα και να ανακαλύψει το ψεύτικο που υπάρχει στο «επιφανειακό». Να παραδεχτεί και να κατανοήσει το χάσμα των γενεών, να απαλλαχτεί – στον βαθμό που το αντιλαμβάνεται – από τον φόβο του θανάτου, να φέρει στο προσκήνιο τη συγχώρεση από εκεί που την εξοστράκισε, να επαναπροσδιορίσει την έννοια «αγάπη» και να ανυψώσει το «κουράγιο». Και όλα αυτά μέσα σε λιτό, απέριττο σκηνικό και ένα δραματικό σύμπαν διανθισμένο με γέλιο, μουσική, κινήσεις χορευτικές και τρυφερές εικόνες.

Ο σκηνοθέτης Νικορέστης Χανιωτάκης προβάλλει στο πρόσωπο του καθηγητή Μόρι το ιδανικό πρότυπο ανθρώπου, τον καλύτερο χαρακτήρα, τον βαθιά στοχαστικό φιλόσοφο, που λατρεύει τις προκλήσεις της ζωής, που διδάσκει τον μαθητή του με υπομονή και σύνεση, θέτοντας τις ανάγκες αυτού στις άμεσες προτεραιότητές του.
Οι δυο πρωταγωνιστές ανταποκρίνονται πλήρως στο κείμενο, χειρίζονται επιδέξια τους χαρακτήρες, καθώς εξελίσσονται σε κατοπτρικές εικόνες ο ένας του άλλου.

Ο εξαιρετικός Γρηγόρης Βαλτινός στον απαιτητικό ρόλο του σπινθηροβόλου καθηγητή γίνεται δάσκαλος υποκριτικής και ταυτίζεται με τον χαρακτήρα του Μόρι. Παρουσιάζει όλες τις πτυχές του ήρωα με καθαρότητα και διαύγεια.Πτυχές, όπως αυτή του εκκεντρικού δασκάλου από τα πρώτα χρόνια διδασκαλίας στην αίθουσα, του ζωηρού χορευτή, του σοφού περιπατητή που «φωνάζει» για την αγάπη, του συμπονετικού φίλου που πάντα κατανοεί και υπομένει, του άρρωστου ηλικιωμένου του οποίου το σώμα δεν βαστά και αργοσβήνει.
«Το να μεγαλώνεις δεν σημαίνει ότι παρακμάζεις, αλλά ότι αναπτύσσεσαι»

Ο Γιάννης Σαρακατσάνης, ως μαθητής, παρασταίνει εξαιρετικά τον χαρακτήρα που έμαθε να πνίγει το συναίσθημα και να πορεύεται με γνώμονα το ίδιον συμφέρον. Έχει κατακτήσει τον κόσμο της αθλητικής αρθρογραφίας και με πολύ κόπο και αγώνα πασχίζει να κρατηθεί ψηλά. Έχει κατακτήσει, άραγε, και την προσωπική ευτυχία; Ο πολύ καλός ηθοποιός επωμίζεται και τον ρόλο του αφηγητή, που παρεμβαίνει αρκετές φορές σχολιάζοντας τα δρώμενα και εισάγοντας τις νέες σκηνές.

Το τρίτο βουβό πρόσωπο της ιστορίας είναι η Τζανίν, η σύζυγος του Μιτς και, χάρη στην σκηνοθετική ευρηματικότητα, οι αντιδράσεις της γίνονται ορατές ως αντανάκλαση των δυο βασικών ηρώων.

Ο σκηνογράφος Γιάννης Μουρίκης άπλωσε το λιτό εσωτερικό του σπιτιού του Μόρι, όπου εκτυλίσσεται το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας, ενώ στα δεξιά και στο προσκήνιο υπάρχει το πιάνο όπου ασκείται ο Μιτς στη μουσική. Υπέροχη και εύστοχη η χρήση της μουσικής και των τραγουδιών σε καίρια σημεία της παράστασης.

Πολύ έξυπνα και με ελάχιστα υλικά μέσα ο σκηνοθέτης μεταμορφώνει τα αντικείμενα σε χρηστικά μεν, απαραίτητα ενεργειακά υλικά δε , ώστε το κοινό δε μένει παθητικό αλλά μετέχει στην ιστορία. Οι θεατές γίνονται αρχικά οι φοιτητές στην αίθουσα διδασκαλίας του Μόρι και εν συνεχεία μεταλλάσσονται σε ενήλικες αποδέκτες των διδαγμάτων του, ενώ με το πέρας της παράστασης οι «συμβουλές» του καθηγητή πιάνουν τόπο στον ψυχισμό τους.

Επίλογος

Χωρίς να εξελίσσεται σε μελόδραμα η παράσταση, μετουσιώνει την αλήθεια των διαπροσωπικών σχέσεων σε χρήσιμα κοινωνικά διδάγματα που αφορούν κάθε άνθρωπο. Μηνύματα, με κέντρο βάρους την αγάπη, πλημμυρίζουν το κείμενο για την συγχώρεση, τη δίψα για γνώση και εμπειρία, την προσφορά στην κοινωνία, την αυτογνωσία και την αποδοχή του θανάτου, ως αναπόφευκτο φυσικό γεγονός.

Επομένως, το έργο «Κάθε Τρίτη με τον Μόρι» αποτελεί έναν κινητό θησαυρό παραδοχής, αποδοχής και θάρρους απέναντι στη ζωή με μια φράση εντός του, απόσταγμα σοφίας:

«Όταν συναντάς μια αγκαλιά ταυτόχρονα με κάτι άλλο, να επιλέγεις πάντα την αγκαλιά».

Η παράσταση, ακόμη, σε φέρνει αντιμέτωπο με το δίπολο θάνατος – ζωή. Σου ανάβει μια φλόγα και σου υπενθυμίζει πως η ζωή δεν είναι για πάντα. Διδάσκει πως ο καθένας μας έχει ανεκπλήρωτα όνειρα και ότι επιβάλλεται να τα κυνηγήσει. Σου θυμίζει τις αξίες που, ίσως, ξέχασες ή άφησες στην άκρη, προκειμένου να επιβιώσεις στον σκληρό, ανάλγητο κόσμο μας. Σου δίνει την ώθηση να αγαπήσεις τον εαυτό σου και τους γύρω σου. Να γίνεις καλύτερος άνθρωπος, ενώ σε βοηθάει να απαντήσεις στην ερώτηση:

«κάνεις ό,τι μπορείς, ό,τι θα ήθελες να ζήσεις στον χρόνο που σου απομένει;»

Κείμενο Παύλος Λεμοντζής | cityportal.gr

ΔΙΑΒΑΣΤΕ   «Κάθε Τρίτη με τον Μόρι» στο θέατρο Αριστοτέλειον

«Κάθε Τρίτη με τον Μόρι» | στο θέατρο Αριστοτέλειον

 

Exit mobile version