
Σχόλια/Κριτική
Μία συνηθισμένη οικογενειακή ιστορία μετατρέπεται σε ένα ανείπωτο δράμα, από τον Γάλλο συγγραφέα, σεναριογράφο και εσχάτως σκηνοθέτη Φλοριάν Ζελέρ, ο οποίος πριν από τρία χρόνια με τον «Πατέρα» κέρδισε το Όσκαρ σεναρίου και ο Άντονι Χόπκινς το Α’ ανδρικού ρόλου.
«Ο Γιος» αποτελεί το τρίτο μέρος της θεατρικής τριλογίας του Ζελέρ (τα άλλα δυο είναι στον πατέρα – με άνοια – και τη μητέρα, σε κρίση μέσης ηλικίας). Ένα δράμα που αργεί να κεντρίσει το ενδιαφέρον, να ανάψει το φιτίλι της ψυχολογικής έκρηξης των βασικών χαρακτήρων, του έφηβου γιου που δεν μπορεί να διαχειριστεί το διαζύγιο των γονιών του και του πατέρα, που συνειδητοποιεί με καθυστέρηση ότι ουσιαστικά «πάρκαρε» τον γιο του στη μητέρα του, για να ασχοληθεί με τη νέα και νεότερη σύζυγό του, το μωρό που απέκτησε μαζί της και να αφιερωθεί στις επαγγελματικές ασχολίες του.
Το τραύμα του διαζυγίου και η απουσία του πατρικού προτύπου, για τον έφηβο γιο, όσο προχωρά η ταινία, φαίνεται ότι δεν μπορεί να γιατρευτεί με το όψιμο ενδιαφέρον του πατέρα. Η απόσταση που χωρίζει τον πατέρα από τον γιο είναι πλέον χαώδης, καθώς ο πρώτος παραβλέπει τις ανάγκες του παιδιού, υποτιμά τα ψυχολογικά προβλήματά του, που ξεπερνούν την κατάθλιψη και φτάνουν στην αυτοκαταστροφή.
Ο Ζελέρ αναδεικνύει την εύκολη λύση του διαζυγίου στο δυτικό κόσμο, με τα αντρόγυνα να αψηφούν, σε βαθμό αναισθησίας, τα σοβαρά προβλήματα που προκύπτουν στις ευαίσθητες ψυχές των παιδιών. Δεν είναι τυχαίο ότι οι γονείς και ειδικά ο πατέρας είναι πλούσιος, με όλες τις ανέσεις του κόσμου, εκτός από τον χρόνο που διαθέτει σχεδόν αποκλειστικά στη δουλειά του. Ένας άνθρωπος, επηρεασμένος βαθιά από τον δικό του πατέρα, τις δικές του άσχημες ανάλογες παιδικές εμπειρίες, που τον περιχαράκωσαν πίσω από το στερεότυπο της επαγγελματικής επιτυχίας.
Οι ενδιαφέρουσες ιδέες του κειμένου του Ζελέρ όμως δεν εντάσσονται επαρκώς στη δομή της ταινίας του, καθώς απουσιάζει η σκηνοθετική έμπνευση. Η αφήγηση είναι περιγραφική και πρέπει να περάσει σχεδόν μιάμιση ώρα για να πυροδοτήσει το ενδιαφέρον του θεατή, κλιμακώνοντας το δράμα, την τραγικότητα των καταστάσεων την αγωνία για την τύχη του παιδιού, που πλέον είναι φανερό ότι είναι ένα ακόμη θύμα ενός διαζυγίου, της αδιαφορίας του πατέρα, εκπροσώπου μιας επιφανειακής κοινωνίας, που έχει χάσει κάθε επαφή με αυτό που λέγεται ενσυναίσθηση.
Ένα έργο χαρακτήρων, όπως αυτό, είναι λογικό να στηρίζεται και στις ερμηνείες. Ο Τζάκμαν, που ήταν υποψήφιος για την Χρυσή Σφαίρα, είναι ικανοποιητικός και ιδανικός τραγικός ήρωας στο τέλος, ο νεαρός ΜακΓκράθ μια μπαίνει στο πνεύμα του ρόλου και μια απλώς παιδιαρίζει, η Λόρα Ντερν ικανοποιητική, ενώ το ολιγόλεπτο πέρασμα του Χόπκινς, μοιάζει με αχρείαστη υποχρέωση, για το Όσκαρ που του χάρισε στην προηγούμενη ταινία του ο Ζελέρ.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Περίπου δύο χρόνια μετά τον χωρισμό των γονιών του, ο 17χρονος Νίκολας αισθάνεται ότι δεν μπορεί να ζει πλέον στο σπίτι της μητέρας του, της Κέιτ. Μετακομίζει έτσι στον πατέρα του, τον Πίτερ, που ζει με τη νέα του σύντροφο Μπεθ. Έχοντας στην ατζέντα τη δουλειά του, το νεογέννητο παιδί του με την Μπεθ, αλλά και την προσφορά για μια ονειρική θέση εργασίας στην Ουάσιγκτον, ο Πίτερ προσπαθεί να φερθεί στον γιο του όπως θα ήθελε να είχε πράξει και ο δικός του πατέρας με εκείνον. Χάρης Αναγνωστάκης ΑΠΕ ΜΠΕ