«Σφήκες» της Λένας Κιτσοπούλου | Κριτική

66ο Φεστιβάλ Φιλίππων 2023: «Σφήκες» της Λένας Κιτσοπούλου, από το Εθνικό Θέατρο σε συμπαραγωγή με το Κ.Θ.Β.Ε. (βασισμένοι στο έργο του Αριστοφάνη) | Κριτική παράστασης Παύλος Λεμοντζής


Πρόλογος

Ναι, δεν είναι οι Αριστοφανικοί «Σφήκες» αυτό το έργο της Κιτσοπούλου, αλλά μου δίνει την ευκαιρία να γράψω αυτά που θα έγραφα, αν ήταν το πραγματικό έργο του ποιητή.
Οι κανονικοί «Σφήκες» δεν είναι από τις κωμωδίες του Αριστοφάνη που ανεβαίνουν συχνά στη σύγχρονη σκηνή. Στο νεοελληνικό θέατρο, από την πρώτη παράσταση του Αλέξη Σολομού (1963) μέχρι σήμερα, καταγράφονται μόλις επτά παραστάσεις αυτής της κωμωδίας.
Οι “Σφήκες” είναι το έκτο κατά σειρά έργο του Αριστοφάνη και τέταρτο από τα σωζόμενα.

Γραμμένο κάτω από την επήρεια σοβαρών πολιτικών γεγονότων : αποτυχίες του αθηναϊκού στρατού στον Πόντο, στο Δήλιο, στην Αμφίπολη, συνθηκολόγηση Αθηναίων και Σπαρτιατών την άνοιξη του 423 π.Χ., εκφράζει σύγκαιρα κι έναν προσωπικό καημό του ποιητή, για την αποτυχία που είχαν οι “Νεφέλες” του- έναν χρόνο πριν – στο θέατρο του Διονύσου (423 π.Χ.).

Η συσχέτιση ενός καθαρά προσωπικού θέματος με μια εθνική υπόθεση θα ήταν άστοχη σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, όχι όμως στου ποιητή μας, που σκοπός του είναι η εξυγίανση και βελτίωση των πολιτικών ηθών κι όχι η επίδειξη πολιτικού ταλέντου. Γι’ αυτό, από την αρχή ο Αριστοφάνης προετοιμάζει ψυχικά τον θεατή, τονίζοντας πως το έργο του έχει ποιότητα και δεν είναι μια φτηνή κωμωδία, από τις τόσες που παρουσίαζαν συνήθως οι συνάδελφοί του.

Και όπως τα πράγματα έδειξαν, ο Αριστοφάνης όχι μόνο δούλεψε με κέφι το θέμα του, αλλά πρωτοτύπησε κιόλας. Η πρωτοτυπία του συνίσταται σε δύο κυρίως σημεία: α) στο ότι εμφανίζει ζωόμορφο Χορό – αργότερα θα γράψει τους «Όρνιθες», τους «Πελαργούς» (χαμένο πια έργο) και τους «Βατράχους» και β) στο ότι σατιρίζει έναν ιερό θεσμό που δε σηκώνει σάτιρα: Πρόκειται για το δικαστικό θεσμό.

Υπόθεση

Οι αληθινοί «Σφήκες» του Αριστοφάνη είναι η ιστορία ενός πατέρα κι ενός γιου με περίεργα ονόματα: Φιλοκλέων και Βδελυκλέων, αντιστοίχως. Ο Φιλοκλέων είναι μανιακός με τα δικαστήρια και ως εκ τούτου φανατικός οπαδός του Κλέωνα, αφού ο δημαγωγός του δίνει συνεχώς τροφή για το πάθος του. Από το δικαστικό του λειτούργημα ο Φιλοκλέων αποκομίζει μια αίσθηση αξίας και εξουσίας. Τον βολεύει, όμως, και το ημερήσιο – αντιμίσθιο των τριών οβολών, που του παρέχει τη δυνατότητα να μην είναι εξαρτημένος από τον γιο του.

Ο Βδελυκλέων φέρει βαρέως την «ασθένεια» του πατέρα του και τον κλειδώνει στο σπίτι. Ούτε οι εφευρετικές προσπάθειες του γέροντα να αποδράσει ούτε η επιδρομή των συνδικαστών του (μισών ανθρώπων, μισών σφηκών) καταφέρνουν να απελευθερώσουν τον γέροντα. Έτσι, πατέρας και γιος καταφεύγουν σε «αγώνα δικαιολογιών». Ο Φιλοκλέων εκθέτει τους λόγους για τους οποίους αγαπά τόσο το δικαστιλίκι, ο Βδελυκλέων επιχειρεί να του εξηγήσει πως στην πραγματικότητα έχει γίνει το υποχείριο επιτηδείων, ώστε να πλουτίζουν σε βάρος του.

Η «ιδιαίτερη» Λένα Κιτσοπούλου βυθίζεται στα πλούσια νερά της Αριστοφανικής γραφής, αλιεύει μαργαριτάρια, τα καθαρίζει ή τα βρωμίζει ( ανάλογα με την αντίληψη του θεατή), τα επεξεργάζεται κατά πώς της κατεβαίνει, συμπληρώνει τις ιδέες της ως πλαίσιο- κόσμημα δικής της επινόησης και πλάθει ένα επιθεωρησιακής δομής καινούργιο έργο, με τον ίδιο τίτλο.

Ανάγνωση

Το κανονικό έργο μιλάει για το δικαστικό σύστημα την εποχή της διακυβέρνησης του Μέγα οπορτουνιστή Κλέωνα, ο οποίος διόριζε δικαστές απλούς πολίτες. Μια τεράστια δικαστική μηχανή εξυπηρετούσε τα δικά του συμφέροντα, ενώ του εξασφάλιζε ψήφους. Επίσης, το έργο μιλάει για τα λαϊκά δικαστήρια, τη διαφθορά της εξουσίας, αυτά τα διαχρονικά που συναντάμε και σήμερα, παράμετροι που εμπεριέχονται και στο τσιρκολαγνικό έργο της Λένας Κιτσοπούλου.

Άλλωστε, τα social media έχουν ήδη δώσει στον καθένα το δικαίωμα να κρίνει, να καταδικάζει να αυτοδιορίζεται δικηγόρος, εισαγγελέας, ψυχίατρος, μηχανικός. Η εποχή επιτάσσει την άποψη επί παντός επιστητού να δημοσιοποιείται ανώνυμα ή επώνυμα κι όσοι την αποκηρύσσουν στιγματίζονται ένοχοι, συνένοχοι.

Ο Χορός των Σφηκών ανταποκρίνεται πλήρως στην πιο πάνω συνταγή. Ως προς την ταυτότητά του, είναι η προέκταση του Φιλοκλέωνα, άρα αποτελεί τον φυσικό σύμμαχο του συγκεκριμένου χαρακτήρα, ο οποίος στο εν λόγω έργο, όπως και ο Βδελυκλέων, είναι ταυτόχρονα και Κωμικός Ήρωας και Ανταγωνιστής. Ο Χορός των Σφηκών αποτελείται από γέροντες Αθηναίους πολίτες που προέρχονται από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα και σιτίζονται (κυριολεκτικά), ως δικαστές. Ως εκ τούτου είναι και αυτοί, όπως ο Φιλοκλέων, φανατικοί οπαδοί του Κλέωνα.

Σε αντίθεση με τον Φιλοκλέωνα, όμως, ο Χορός είναι διεσφηκωμένος. Η φύση του, δηλαδή, κινείται ανάμεσα στον άνθρωπο και το ζώο, αφού από τη μέση και κάτω είναι Σφήκας διαθέτοντας, μάλιστα, αντί του δερμάτινου φαλλού, τον οποίο διατηρεί και χρησιμοποιεί ποικιλοτρόπως ο Φιλοκλέων, κεντρί! Με άλλα λόγια, ο Χορός των Σφηκών αποτελεί ιδιότυπη σύμφυρση των ανθρώπινων και των ζωικών χορών του Αριστοφάνη.

Ο Χορός επιδίδεται στην Παράβαση, στην οποία σχολιάζει την κακή συμπεριφορά των Αθηναίων θεατών έναντι του Αριστοφάνη (εννοεί την αποτυχία των Νεφελών στα Μεγάλα Διονύσια της προηγούμενης χρονιάς) και ερμηνεύει τη διττή του ταυτότητα, ως Αθηναίου της γενιάς των Μαραθωνομάχων και ως «Σφήκας».

Η παράσταση

Ρηξικέλευθος σημαίνει: επαναστατικός, καινοτόμος, πρωτοποριακός, ριζοσπαστικός. Όλα αυτά τα επίθετα συνοδεύουν τη δουλειά της συγγραφέως, σκηνοθέτριας και πρωταγωνίστριας Λένας Κιτσοπούλου, της οποίας τα πρότερα κείμενα, άρθρα, θεατρικά, δοκίμια, χρονογραφήματα, όπου κι αν τα πέτυχα, τα διάβασα και τα χάρηκα.

Επίσης, εκτιμώ το οξυδερκές πνεύμα της. Όμως, αυτό δε σημαίνει ότι δε δικαιούται να σκοντάψει, πάντα στο πλαίσιο της ελεύθερης έκφρασης, και να σακατέψει ένα αποτέλεσμα δημιουργική της ενασχόλησης.

Για την παράσταση με τίτλο «Σφήκες», εμφανώς ο ποιητής Αριστοφάνης σνομπαρίστηκε, αν όχι αγνοήθηκε, αλλά αυτό δε θεωρήθηκε διόλου μειονεκτικό από τους συμπαραγωγούς – κρατικούς χρηματοδότες, μήτε από τους συναδέρφους της Λένας Κιτσοπούλου ή από τους «οπαδούς- θαυμαστές » της εναλλακτικής της εργασίας είτε στο θέατρο είτε στη συγγραφή.

Πάντως, αν το «φάντασμα» του Αριστοφάνη κοινώνησε το όλο πόνημα κατά τη διάρκεια προετοιμασίας του και μετέπειτα παρουσίασής του, πιθανώς να αναρωτήθηκε « άραγε, τι είδους νέοι θεατές θα μεγαλώνουν μέσα από παραστάσεις ρηξικέλευθων απόψεων; Θα έχουν κανονικό αριθμό δαχτύλων στο χειροκρότημα της υπόκλισης; Η τέρψη τους θα είναι αρκετά θερμή; Η φαντασία τους θα είναι γόνιμη ή άκαρπη; Η ψυχή τους θα έχει την κανονική σχέση που πρέπει να έχει με το φυσικό σύμπαν ή θα ανάγεται – κάθε φορά – στον πάτο του “δοκιμαστικού σωλήνα”, χάριν πρωτοτυπίας, χάριν της μετά- μεταμοντέρνας διασκευής των έργων μου;»

Το πρόβλημα ξεκινά από το δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης, εφόσον προσπεράσουμε το προφανές στο «τι ήθελε να πει ο ποιητής» κι αυτό, όχι με τον κατασκευαστή της ιδέας: «θυσιάζουμε το οτιδήποτε στον βωμό της καινοτόμου άποψης», αλλά με τους καλλιτέχνες που έλκονται απ’ αυτήν, που αρπάζονται απ’ αυτήν, μέχρι να σπάσει και το τελευταίο τους νύχι. Συνήθως, δεν έχουν την κατάλληλη ευλυγισία, την εμπνευσμένη αίσθηση του χιούμορ να τη διατηρήσουν στο πνεύμα με το οποίο κυοφορήθηκε. Οι ιδέες γεννιούνται από δασκάλους, τα δόγματα από τους μαθητές κι ο συγγραφέας «σκοτώνεται» στον δρόμο.

Όλοι οι υπόλοιποι , ηθοποιοί κρατικών σκηνών και εγνωσμένης αξίας καλλιτέχνες – συντελεστές της παράστασης, ως πειθήνιοι εργάτες του θέατρου, ακολούθησαν ενσυνείδητα το όραμα της σκηνοθέτριας. Το αποτέλεσμα συζητείται κατά το δοκούν, που σημαίνει ότι οι πληρωμένες καταχωρήσεις το επευφημούν, ενώ πολλοί, απλοί ή μυημένοι στην Αττική κωμωδία θεατές, το αποδοκιμάζουν.

Στη συγκεκριμένη παράσταση δεν έχει καμία σημασία για το κοινό πώς είναι τα σκηνικά και τα κοστούμια, αν φιλοξενεί τραπεζαρίες, μπασκέτα ή πλαστικές καρέκλες η σκηνή, αν η μουσική του σημαντικού συνθέτη Νίκου Κυπουργού δένει ή ξηλώνει χορικά, μονολόγους, διαλόγους, αν υπάρχουν χορογραφίες ή άτσαλα βήματα. Το ποτάμι λέξεων που ρέει από τα στόματα των ηθοποιών μετράει. Είναι βατό αυτό το κείμενο- ποταμός που απλώνεται στην ορχήστρα; Μπορεί κανείς να το διαβεί; Μπορεί να κολυμπήσει ή πρέπει να ψάξει για μια σανίδα σωτήρια για να φτάσει ως τις εκβολές του; Μήπως είναι προτιμότερο να σηκωθεί και να φύγει για να γλυτώσει την αντάρα ή έστω, το μουσκίδι; Δύσκολη απάντηση. Η ανάγνωση μιας σειράς ή μιας εικόνας από ομάδα θεατών – αναγνωστών, δε συνεπάγεται αυτονόητο συμπέρασμα. Ο καθείς εισπράττει αυτό που του επιτρέπουν οι γνώσεις του, οι εμπειρίες του, οι προσδοκίες του.

Εγώ προτιμώ να σας πω ότι διάβασα στην «POPAGANDA» μια δήλωση της «αιρετικής» Λένας Κιτσοπούλου. Την παραθέτω αυτούσια:

«….. μιλάμε για μία δημοκρατία ανύπαρκτη. Δεν υπάρχει πολίτης σε αυτή τη χώρα να έχει βιώσει μία δημοκρατική μέρα στη ζωή του. Ποια είναι η δημοκρατία; Είναι δημοκρατικό να έχεις δημόσια παιδεία χωρίς υποδομές; Είναι δημοκρατικό να πετάς αυτόν που δεν έχει χρήματα σε κάτι διαδρόμους νοσοκομείων μόνο του να πεθαίνει; Είναι δημοκρατικό το φακελάκι; Ο πληρωμένος δημοσιογράφος; Είναι δημοκρατικό να ψάχνουν το δίκιο τους οι άνθρωποι από την τραγωδία στο Μάτι, ή στα Τέμπη και να μην βρίσκουν άκρη; Να μην τους δίνει σημασία κανείς; Είναι δημοκρατικό να μην τηρείται πουθενά και ποτέ το τεκμήριο αθωότητας; Τι δημοκρατικό υπάρχει σε αυτή τη χώρα; Πότε ζήσαμε κάτι δημοκρατικό εδώ πέρα, κάτι δίκαιο; Εδώ προσπαθείς να είσαι δίκαιος και σε σπρώχνουν οι παράνομοι να περάσουνε. Εδώ δεν ξέρει κανείς ούτε πώς να μπει στο μετρό. Σπρώχνει απλώς για να περάσει μπροστά και εσύ που περιμένεις στη σειρά σου, του φαίνεσαι απλώς μαλάκας. Αυτή είναι η δημοκρατία της Ελλάδας.»

Δίκιο έχει, αλλά ξέχασε κάτι πολύ σημαντικό. Ότι η ίδια βιώνει – εδώ και χρόνια – σ’ αυτή τη χώρα που αναθεματίζει τόσο καυστικά, την απόλυτη ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, εφόσον μπορεί τόσο πολύ συχνά να λέει και να κάνει ό,τι θέλει κι όπως το θέλει ανενόχλητη και, μάλιστα, να αμείβεται αδρά γι’ αυτό. Το γράφω, για να μην αφήνουμε μισές τις αλήθειες, επειδή στον μονόλογό της -παράβαση της παράστασης, μας είπε θυμωμένη σε ραπ εκτέλεση, ότι έχει δεμένο συμβόλαιο με το Εθνικό, ότι όποιος την κρίνει να βάλει την κριτική του στον κ@λο του, ότι γενικώς και ειδικώς γ@μεί και δέρνει, διότι έτσι γουστάρει ως αντικομφορμίστρια, ως αντι…οτιδήποτε, ότι έτσι είναι η γαμοζωή και παρόμοια γαμοσταυρίδια.


Κι εδώ ξέχασε η α(ν)θηρόστομη και αθυρόστομη καλλιτέχνιδα, ότι ο τελικός αποδέκτης ενός έργου τέχνης, ας πούμε, είναι ο θεατής κι αυτός έχει το δικαίωμα να κρίνει, συν του ότι όλοι κρινόμαστε. Ασυζητητί. Είτε της αρέσει είτε όχι.


Επίσης, συχνά – πυκνά επικαλούμαστε ρήσεις αρχαίων φιλοσόφων, ως επιχειρήματα, για να στηρίξουμε απόψεις. Θα το κάνω κι εγώ: «Η Δημοκρατία μας αυτοκαταστρέφεται διότι κατεχράσθη το δικαίωμα της ελευθερίας και της ισότητας, διότι έμαθε τους πολίτες να θεωρούν την αυθάδεια ως δικαίωμα, την παρανομία ως ελευθερία, την αναίδεια του λόγου ως ισότητα και την αναρχία ως ευδαιμονία». (Ισοκράτης, 436-338π.χ. )

Θέλω και θα μείνω στον κ. Χρονόπουλο, επειδή το δελτίο τύπου τον κατονομάζει ως μεταφραστή του έργου της Λένας Κιτσοπούλου, έστω κι αν έλλειπε ο λόγος του στην παράσταση. Ο κ. Στυλιανός Χρονόπουλος είναι ειδήμων στη μετάφραση Αττικής κωμωδίας. Άλλωστε, το αρχαίο ελληνικό δράμα είναι πνευματικά ένα κατόρθωμα, μια ανακάλυψη του αττικού δαιμονίου και η αποτύπωση σε κώδικα καλλιτεχνικό των μεγίστων πολιτικών, κοινωνικών, ηθικών, θεολογικών και ψυχολογικών προβλημάτων του ανθρώπου, όπως αυτά έγιναν συνειδητή αναζήτηση σε μια συγκεκριμένη εποχή. Η ελληνική τραγωδία και κωμωδία, ως θεσμός της αθηναϊκής δημοκρατίας, είναι μια πνευματική επικοινωνία συνειδητών πολιτών. Το αρχαίο δράμα είναι εν πυκνώ η πόλις, οι θεσμοί της, η ιστορία της, το μέλλον και οι προοπτικές της, οι αποτυχίες της, τα αδιέξοδά της, οι δόκιμες εκφράσεις της, η κατασταλαγμένη πείρα της, ο βαθύς της λόγος.

Η μετάφραση είναι ένα γλωσσικό στοίχημα και ο κ. Χρονόπουλος στο παρόν έργο -πνευματικής ιδιοκτησίας Λένας Κιτσοπούλου – ούτε καν το έβαλε.

Βεβαίως και χειροκρότησα όλους τους ηθοποιούς στο φινάλε, τους μουσικούς, την υπέροχη Νεφέλη Μαϊστράλη. Η έκπληξη ήρθε από το κοίλο. Δυνατά χειροκροτήματα και επευφημίες. Η Λένα Κιτσοπούλου , όπως φάνηκε, είναι ιδιαίτερα δημοφιλής και αγαπητή στο κοινό των Φιλίππων. Μάλιστα, θυμάμαι πόσο καλή ήταν στην κατά Μαρμαρινού «Λυσιστράτη», που έφερε το 2016 στο Φεστιβάλ Φιλίππων το Εθνικό Θέατρο. Ποιος ξέρει τι μεσολάβησε από τότε έως σήμερα και τον Μαρμαρινό τον «μάδησε » στην παράβαση – παραλήρημά της.

Επίλογος

Η δική μου «υπογραφή» στην κριτική μιας θεατρικής παράστασης είναι η δομή του άρθρου: «Ο πρόλογος», «η υπόθεση», «η ανάγνωση – ερμηνεία μου», «η παράσταση» και «ο επίλογος».

Και εδώ, λοιπόν, ακολούθησα αυτό που με χαρακτηρίζει. Σεβασμός στους εργάτες του θέατρου. Παράθεση ενστάσεων. Ενημέρωση για το έργο αναγνωστών – δυνάμει θεατών, αλλά και άποψη γι’ αυτό που είδα. Είτε είναι Αριστοφάνης ή έμπνευση από έργο του Αριστοφάνη ή κάτι εντελώς διαφορετικό που, εν προκειμένω, το είπανε «φτηνό πανηγυράκι», «ιεροσυλία», «μεγάλο φαγοπότι κρατικού χρήματος», «όνειδος ελληνικού αρχαίου δράματος», «αλαζονική, υπερφίαλη και αήθης συμπεριφορά σκηνοθέτιδας απέναντι στο κοινό», αλλά το είπανε και σουρεάλ «τέχνη». Κρατήστε ελεύθερα όποιο σας αντιπροσωπεύει.

Και κάτι ακόμα. Για μένα το αρχαίο θέατρο Φιλίππων έχει την ίδια «ιερότητα» με αυτό της Επιδαύρου. Από παιδί μέχρι σήμερα κάθομαι στα ίδια διαζώματα και νιώθω το αυτό δέος στην κάθε επίσκεψή μου. Πριν από την παράσταση. Μετά, παίρνω μαζί μου ό,τι αυτή με κέρασε. Ευφροσύνη, ικανοποίηση, τίποτα ή απογοήτευση, οργή, πίκρα, αηδία.

Συντελεστές

Μετάφραση: Στέλιος Χρονόπουλος
Ελεύθερη διασκευή-Σκηνοθεσία: Λένα Κιτσοπούλου
Σκηνικά-Κοστούμια: Μαγδαληνή Αυγερινού
Μουσική: Νίκος Κυπουργός
Χορογραφία: Αμάλια Μπένετ
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Ηχητικός σχεδιασμός: Κώστας Λώλος
Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου
Δραματολόγος παράστασης: Ασπασία Μαρία Αλεξίου
Βοηθός σκηνοθέτη: Μαριλένα Μόσχου
Βοηθός σκηνοθέτη Β΄: Σαβίνα Τσάφα
Βοηθός σκηνογράφου-ενδυματόλογου: Τζίνα Ηλιοπούλου
Βοηθός μουσικού: Αλέξης Κωτσόπουλος
Σχεδιασμός κομμώσεων: Κωνσταντίνος Κολιούσης
Φωτογραφίες και video παράστασης: Χρήστος Συμεωνίδης

Διανομή αλφαβητικά
Δάφνη Δαυίδ, Αλέξανδρος Ζουριδάκης, Κωνσταντίνος Καπελλίδης, Νίκος Καραθάνος, Λένα Κιτσοπούλου, Γιάννης Κότσιφας, Νίκος Κουσούλης, Αλέξης Κωτσόπουλος, Νεφέλη Μαϊστράλη, Σωτήρης Μανίκας, Νικόλας Μαραγκόπουλος, Ιωάννα Μαυρέα, Θάνος Μπίρκος, Δημήτρης Ναζίρης, Πάνος Παπαδόπουλος, Στέφανος Πίττας, Κωνσταντίνος Πλεμμένος, Μαριάννα Πουρέγκα, Θοδωρής Σκυφτούλης

Μουσικοί επί σκηνής:
Σοφία Ευκλείδου, Βαγγέλης Καρίπης, Εύη Κανέλλου

Η παράσταση προτείνεται σε θεατές από 15 ετών και άνω.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΕΡΙΟΔΕΙΑΣ
22/07 21:00 Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων
25/07 21:00 Θέατρο Δάσους
26/07 21:00 Θέατρο Δάσους
30/07 21:00 Αρχαίο Θέατρο Δωδώνης
05/08 21:0 Αρχαίο Θέατρο ΔΙΟΝ
29/08 21:00 Δημοτικό θέατρο Ηλιούπολης «Δημήτρης Κιντής»
06/09 21:00 ΣΧΟΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ – Ειρήνη Παπά
07/09 21:00 ΣΧΟΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ – Ειρήνη Παπά
08/09 21:00 ΣΧΟΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ – Ειρήνη Παπά
09/09 21:00 ΣΧΟΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ – Ειρήνη Παπά
16/09 21:00 Κηποθέατρο Παπάγου
22/09 21:00 Θέατρο Βράχων «Μελίνα Μερκούρη»

66ο Φεστιβάλ Φιλίππων: «Σφήκες» της Λένας Κιτσοπούλου, από το Εθνικό Θέατρο σε συμπαραγωγή με το Κ.Θ.Β.Ε. (βασισμένοι στο έργο του Αριστοφάνη) | Κριτική παράστασης Παύλος Λεμοντζής


 

Ευριπίδη «Εκάβη» στο 66ο Φεστιβάλ Φιλίππων | Κριτική

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε