«Στους Κόλπους Των Πόλεων» | κριτική

Περικλής Μονιούδης
Στους Κόλπους Των Πόλεων
Θεσσαλονίκη, Βερολίνο, Ζυρίχη, Αλεξάνδρεια
Μετάφραση: Ιωάννα Α. Αποστόλου
Βιβλιοπωλείον της Εστίας

«Στους Κόλπους Των Πόλεων» | Θεσσαλονίκη, Βερολίνο, Ζυρίχη, Αλεξάνδρεια

Τέσσερεις πόλεις αποτελούν πεδίο μιας ατομικής -προσωπικής ιχνηλάτησης αλλά και αντικείμενο μιας ταξιδιωτικής εξερεύνησης. Ο συγγραφέας του βιβλίου, «Στους Κόλπους Των Πόλεων», συλλαμβάνει θραυσματικές εικόνες τεσσάρων πόλεων και παρουσιάζει μικρά στιγμιότυπα ζωής στην αιχμή μιας αστραπής, όπως αναδεύεται στο βλέμμα του η κάθε πόλη, στην πολυδιάστατη πρισματική ιδιοτυπία της.

Καταγράφεται υπαινικτικά η εντύπωση και το -όχι κατ’ ανάγκη ωραιοποιημένο- αποτύπωμα των πόλεων σ’ αυτήν την περιδιάβαση: Θεσσαλονίκη, Βερολίνο, Ζυρίχη, Αλεξάνδρεια.

Πόλεις και άνθρωποι: δρόμοι, κτίρια, κάστρα, μουσεία, καταστήματα, αγορές, χαρακτηριστικά του τοπίου, φυσικές ομορφιές, συμπεριφορές, ιδιοσυγκρασίες, αρχιτεκτονική, αισθητική, αποτελούν ερεθίσματα και αφορμές για περιγραφή τύπων και εικόνων.Εξώφυλλο του βιβλίου Στους κόλπους των πόλεων

Η ιστορία και η πολυπολιτισμικότητα της Θεσσαλονίκης και της Αλεξάνδρειας, η προκυμαία της Κορνίς, εκκλησίες, τζαμιά, συναγωγές, συνοικίες, ξενοδοχεία, μνημεία, σταθμοί, λεωφορεία, το αρχαιολογικό μουσείο, μυρωδιές, φαγητά και γλυκά, θόρυβοι, ήχοι και φωνές, η θάλασσα, οι φοίνικες, ο αέρας, η λίμνη της Ζυρίχης, αντιδράσεις και νοοτροπίες ανθρώπων στην καθημερινότητα του παρόντος και στις παιδικές αναμνήσεις της ζωής του παρελθόντος, όπως το πρώτο ταξίδι με τρένο, αλλά και δρόμοι, αποβάθρες, μπαρ, κτίρια, προσόψεις πολυκατοικιών και τα γκράφιτι του Βερολίνου, οι αλλαγές στο πέρασμα του χρόνου, καταγράφονται σε εναλλαγές πρωτοπρόσωπης και τριτοπρόσωπης αφήγησης.

Η αύρα των πόλεων, το στίγμα της αισθητικής, εμφανίσεις, ενδυμασίες, επαγγέλματα, αυτοκίνητα, ζώα, η τουριστική βιτρίνα και τα υποβαθμισμένα μέρη, δίνονται με λεπτές παρατηρήσεις και κριτική ματιά σε μικρά συνοπτικά κείμενα.

Λαοί και εθνολογικές ομάδες, μικροϊστορίες ανθρώπων στο ταξικό τους πλαίσιο, καθημερινές συνήθειες, χαρακτηρολογικές συμπεριφορές, δραστηριότητες, αθροίζουν υποσημειώσεις χαρακτηριστικών και αντιπροσωπευτικών εικόνων ζωής, στιγμιότυπα της σημειολογίας των καρτποστάλ, στο φυσικό και δομημένο περιβάλλον των πόλεων.

Οι περιγραφές είναι καίριες σαν το περίγραμμα μιας ζωγραφιάς που συνέχει στην λεπτομέρεια, την ουσία του θέματος προς απεικόνιση, ή μιας φωτογραφίας που αποτυπώνει μια φευγαλέα και ανεπαίσθητη κίνηση σε μια κρυστάλλωση του χρόνου. Συγκρίσεις, αναλογίες, διαπιστώσεις, συμπεράσματα, δίνονται με έναν τρόπο ζωηρό και ταυτόχρονα επιδραστικό ως προς το νόημα της περιγραφής τους.

Ο συγγραφέας, ένας εξασκημένος παρατηρητής, περιπατητής και ταξιδιώτης, περιδιαβαίνει τις πόλεις ως περιπλανώμενος συλλέκτης στιγμών, άλλοτε ορατός κι άλλοτε σαν αόρατος -ξένος. Ζυγιάζεται κρατώντας σημειώσεις στην ταυτοχρονία εξέλιξης και στην διαδικασία ολοκλήρωσης του ταξιδιού του, δίνοντας την εντύπωση ενός περιηγητή δημοσιογράφου -χρονικογράφου -επισκέπτη, καταγραφέα σημαντικών και ασήμαντων στιγμών στην τυχαιότητα μιας σύμπτωσης.

Με έναν λακωνικό τρόπο έκφρασης αποτυπώνεται το αποσπασματικό ή συνολικό πεδίο συνάντησης, ως σημείο εκκίνησης: αφετηρία σκέψεων και έκφραση αισθημάτων.

Ο παρατηρητής είναι και παρατηρούμενος, αφού οι αντιδράσεις του καταγράφονται σε τρίτο πρόσωπο από τον ίδιον που βυθίζει το βλέμμα του στους άλλους και ταυτοχρόνως στον εαυτό του έτσι όπως τον βλέπει να κινείται στους δρόμους, στο τοπίο των πόλεων, συνομιλώντας με την συνοδό του ή παρακολουθώντας και τον εαυτό του, μέσα στο πλήθος των ανθρώπων, μέρος ενός ευρύτερου συνόλου, σε μια εναργή συνδιαλλαγή και επικοινωνία αλληλεπίδρασης.

Αποσπάσματα

I
Θεσσαλονίκη

“Τα μαλλιά της νεαρής γυναίκας, που κάθισε μπροστά μου στο λεωφορείο, μύριζαν λεμόνι”. Σελ. 12


“Συγκρατεί με το ένα χέρι το γιακά του παλτού της, όπως η νέα γυναίκα πάνω στην επιτύμβια πλάκα, στο Αρχαιολογικό Μουσείο, που κρατάει μπροστά της, με το ένα της χέρι, το περιστέρι από τα φτερά”. Σελ.14


“Η θέα από την ακρόπολη: χιλιάδες λευκά σπίτια κάτω, αριστερά και δεξιά. Μπροστά η θάλασσα”. Σελ. 17


“Η διαδρομή με το λεωφορείο μέσα από την Άνω Πόλη, ανάμεσα από σπίτια, κατά μήκος τειχών, μέσα από σοκάκια, από κλειστές στροφές. Σαν να διασχίζει τους φιδοειδείς δρόμους στα περάσματα των Άλπεων, για να καταλήξει επιτέλους στην πεδιάδα της Ζυρίχης¨. Σελ.18

“Κανένας δεν οδηγεί ποδήλατο”. Σελ. 19


“Να ‘σαι καλά”, είναι η απάντηση που παίρνεις όταν ευχαριστείς κάποιον, στην καφετέρια, στον μπακάλη, στο περίπτερο”. Σελ. 29


“Στην Ευρώπη, λέει ο Έλληνας, και μ’ αυτό εννοεί τους άλλους”. Σελ.32


II
Βερολίνο

“Η νεαρή γυναίκα κάθεται με λυγισμένα τα πόδια στο γρασίδι του Βικτοριαπάρκ, μπροστά από μια πυκνόφυλλη κρανιά. Ο ήλιος καίει, η μυρωδιά του φρεσκοκουρεμένου χορταριού αναδίδεται στην ατμόσφαιρα. Η νεαρή γυναίκα δεν κινείται. Το κίτρινο φόρεμα κυματίζει κάτω από τα γόνατά της· το συγκρατεί με την παλάμη της, ενώ στο άλλο χέρι έχει ανοιχτό ένα βιβλίο· διαβάζει”. Σελ.35


“Η σερβιτόρα στο Hardenberg-Cafe’ σπρώχνει στην άκρη το σημειωματάριό μου, προσεχτικά, σαν να ήταν πιάτο με σούπα”. Σελ, 36


“Στον Βοτανικό Κήπο πάνω από το χειμερινό φυτό (Eranthis hiemalis): το βράδυ στις 19:00 ώρα Κεντρικής Ευρώπης τα άνθη ξανακλείνουν. Αν τα βρείτε ακόμη ανοικτά μέχρι τις 20:00, έχει αρχίσει η εφαρμογή της θερινής ώρας”. Σελ. 39


“Ο συγγραφέας ελαττώνει τη μοναξιά της ζωής”, λέει εκείνη.”Πρέπει ωστόσο για χάρη της συγγραφής -και γι’ αυτό τον λόγο ακόμη περισσότερο- να βυθιστεί ο ίδιος ολόκληρος μέσα της”. Σελ. 39


“Η νεαρή γυναίκα, που περνάω μπροστά της στο Σλόσπαρκ Σαρλότενμπουρκ, μοσχοβολούσε προτού ακόμα την πλησιάσω (χαμομήλι)” . Σελ .49


“Οι θεοί κατάγονται από τα βουνά (Όλυμπος, Άλπεις, Άνδεις κλπ.). Εδώ όμως όλα είναι επίπεδα”. Σελ. 50


III
Ζυρίχη

“Η Ζιριχζέε στην Μπίρκλιπλατς, ένα βράδυ του φθινοπώρου. Το (διαυγές) φως πέφτει στις γυμνές καστανιές· μακριές αντανακλάσεις και πάνω στο νερό, που εναλλάσσονται σε κίτρινες, καφέ, κόκκινες αποχρώσεις. Πίσω της, πολύ πιο πέρα, τα βουνά”. Σελ. 55


Το πάθος είναι κακό”, λέει ο κάτοικος της Ζυρίχης”. Σελ. 59
“Δεν υπάρχει σπίτι χωρίς αντιαεροπορικό καταφύγιο (οικοδομικός κανονισμός). Σε περίπτωση πολέμου και καταστροφής κάθε κάτοικος έχει εξασφαλίσει έναν προστατευμένο χώρο στο υπόγειο”. Σελ. 59


“Θάρρος για το πάθος”, αποκρίνεται ο Βερολινέζος”. Σελ. 60


“Στην πιάτσα των ταξί βάζει τα ξένα κέρματα, που φύλαγε στη δεξιά τσέπη του σακακιού του, στην αριστερή τσέπη, και τα εγχώρια κέρματα από την αριστερή στη δεξιά τσέπη”. ( Αεροδρόμιο Κλότεν, Ζυρίχη). Σελ. 63


“Δίχως πάθος δεν υπάρχει ζωή”, λέει ο Θεσσαλονικιός”. Σελ. 63


“Ταξίδευα με χειραποσκευή στο Άμστερνταμ”, είπε εκείνος, “στη Μόσχα, στο Λονδίνο και στο Πόρτο. Μπορώ να παραγγείλω έναν καφέ στα Ελληνικά, μπορώ να παραγγείλω καφέ στα δανέζικα, στα ιταλικά, στα ισπανικά, και ξέρω τι θα μου φέρουν”. Εκείνη γνέφει καταφατικά”. Σελ. 65

“Όλοι οι Ελβετοί ήταν, πριν από τρεις γενιές, αγρότες. Τα πολλά λεφτά έχουν εκλεπτύνει το τραχύ γούστο τους: ο Ελβετός μπορεί να ντυθεί, να περιποιηθεί τον εαυτό του, να διατυπώσει τις σκέψεις του, να ταξιδέψει. Τώρα ετοιμάζεται να μάθει για ποιο λόγο όλα αυτά”, λέει εκείνη”. Σελ. 67


“Όλοι οι σκύλοι εδώ έχουν αφεντικό”. Σελ.68


IV
Αλεξάνδρεια

“Στις μεσογειακές πόλεις του αρέσει να βρίσκεται την ώρα του δειλινού σε υπαίθριους χώρους”. Σελ. 71


“Στα καταστήματα, στο δρόμο, ακούει σκόρπιες ελληνικές λέξεις”. Σελ. 71


“Στο χώρο του τελωνείου στο αεροδρόμιο βλέπει την κίτρινη ταμπέλα με τη μαύρη επιγραφή και το κόκκινο βέλος:Quarantine”. Σελ. 71


“Λευκά σεντόνια, καλύμματα, υφάσματα που κυματίζουν στον άνεμο. Η άκρη ενός φερετζέ αγγίζει το φανοστάτη δίπλα μου”. (Στάση Σαρουάτ). Σελ. 72


“Λευκά, κόκκινα, κίτρινα σχολικά συγκροτήματα, κτίρια από την εποχή της αποικιοκρατίας, ερειπωμένες κλασικιστικές βίλες, γύρω γύρω κατάξεροι κήποι, φοίνικες. Η λεωφόρος και σήμερα ακόμα οδηγεί στη θάλασσα”. (Οδός Αμπντ ελ Ραχμάν Ρούσντι). Σελ. 74


“Έχοντας συνηθίσει την παρουσία ανθρώπων που στέκουν άσκοπα τριγύρω, μετακινείται κι ο ίδιος στους δρόμους χωρίς να τον βλέπουν, σαν να ήταν αόρατος, σαν να μην είναι πλέον, επιτέλους, υπαρκτός”. Σελ. 75


“Τα τζάμια των παραθύρων και τα παραθυρόφυλλα: κατασκονισμένα, όπως τα μάρμαρα στα μπαλκόνια, όπως τα απλωμένα ρούχα στο δροσερό αεράκι αυτής της βραδιάς του Φλεβάρη”. Σελ. 76


“Σ’ αυτή την πόλη δεν ζούνε σκύλοι”. Σελ.76


“Ο καφές, μόκα: “σαάντα” (χωρίς ζάχαρη), “αρίκα” (ελαφρώς γλυκός), “μαζμπούτ” (γλυκός), “ζιάντα” (πολύ γλυκός), Κατά τη διάρκεια του απογεύματος παραγγέλνει τον έναν μετά τον άλλο”. (Κήποι Νούζχα) Σελ. 78


“Συνεννοείται μιλώντας ελληνικά – οι ηλικιωμένοι έμαθαν την ξένη γλώσσα στην παιδική τους ηλικία, οι νεότεροι από τους τουρίστες, από τα μεροκάματα στα νησιά και τα πλοία”. Σελ. 80


“Το ελληνοορθόδοξο νεκροταφείο, αρκετά τετραγωνικά χιλιόμετρα, με τα ψηλά, διακοσμημένα κιτρινωπά τείχη και τους πύργους στις γωνίες, στην πολυσύχναστη λεωφόρο, την οποία αυτήν τη στιγμή τη διασχίζουν με γρήγορα βήματα εκατοντάδες Άραβες μαθητές φορώντας τις στολές τους σε γκρίζο, βαθύ μπλε χρώμα”. Σελ. 82


“Οι ψηλοί φοίνικες στην Κορνίς γέρνουν αλύγιστοι προς τη θάλασσα”. Σελ. 83


“ Το Ελ Τογκάρια στην Κορνίς, το Ματζέστικ στη Θεσσαλονίκη, το Σκαραμπώ στη Μασσαλία”. Σελ. 83


“Κανένας δεν φοράει γυαλιά οράσεως”. Σελ. 84


“Τα σήματα οδικής κυκλοφορίας είναι ζωγραφισμένα με το χέρι”. Σελ. 84


“Η θάλασσα, πίσω της το Δέλτα, έπειτα, πολύ κοντά, η έρημος”. Σελ. 87


“Σύννεφα καπνού από θυμίαμα, από την κοντινή ελληνορθόδοξη εκκλησία, αιωρούνται πάνω από τα κεφάλια των προσκυνητών”. ( Οδός ελ Ακμπάτ) Σελ. 88


“Το τραμ: το πρώτο και το τελευταίο βαγόνι μικτό, το μεσαίο για τις γυναίκες -όπως στο Βερολίνο και στη Ζυρίχη οι θέσεις παρκαρίσματος οι οποίες βρίσκονται κοντά στις εισόδους, στα δημόσια υπόγεια γκαράζ”. Σελ. 91- 92


“Φέρνει στη μνήμη τις πλατείες, ανοιχτές προς τη θάλασσα. Σαν να ήταν και η θάλασσα απλώς ένας δρόμος”. Σελ. 94


“Ο εφημεριδοπώλης, ένας Βερβερίνος, λέει “Le Monde” μόλις με βλέπει. “Καλά, καλά, εντάξει”, μου φωνάζει στα ελληνικά καθώς απομακρύνομαι”. Σελ. 95


“Εκεί η θάλασσα, εδώ η Κορνίς, πίσω απ’ την πλάτη μου η πόλη, σκέφτεται εκείνος. Και πίσω απ’ την πόλη, στο Δέλτα του Νείλου, αγροί πέρα ως πέρα, προστατευμένοι με σκιάχτρα φτιαγμένα απ’ τις παλιές βαμβακερές κελεμπίες των φελάχων. Τα βόδια και τα γαϊδούρια είναι δεμένα σε πασσάλους. Πάντοτε μόνο ένας γάιδαρις (λευκός, γκρίζος, καφετής) ανάμεσα σε τρία βόδια (μαύρα), σε δύο κατσίκες, σε πέντε πρόβατα. Ποτέ ένας γάιδαρος μόνος του, ποτέ δύο μαζί”. Σελ. 99


“Επίλογος Ταξιδιώτης στη Θεσσαλονίκη”

Ο Γερμανός συγγραφέας, Ίνγκο Σούλτσε, συμπληρώνει το σκηνικό των πόλεων στην Θεσσαλονίκη. Κοιτάζοντας το παραλιακό μέτωπο της Θεσσαλονίκης, καθώς κρατάει σημειώσεις καθισμένος σε κάποιο καφέ, παρατηρεί τα πρόσωπα, την κίνηση, το τοπίο, εξάγοντας συμπεράσματα για την φτωχική ζωή των ανθρώπων.
Η ματιά του στρέφεται στο εσωτερικό τοπίο -των πόλεων- ανιχνεύοντας και την εσώτερη επιθυμία του ταξιδιώτη, την αναζήτηση του νοήματος του ταξιδιού και της συνάφειας των τόπων.
Παρατηρητής της πόλης και των ανθρώπων, συλλαμβάνει εικόνες καθημερινές: των απλωμένων ρούχων και των παράθυρων στο φως, των πλοίων στο λιμάνι, των χρωμάτων, των γλάρων, των οικογενειών που βγαίνουν βόλτα φορώντας τα καλά τους. Ο συγγραφέας, στην εικόνα των αναμμένων κεριών στην εκκλησία, αφιερωμένα νοερά σε αγαπημένα του πρόσωπα, που τα σβήνει αμέσως σχεδόν ο καντηλανάφτης, συλλαμβάνει την βιαστική, μηχανική θαρρείς κίνηση της ακύρωσης. Αντικείμενο του βλέμματος αποτελούν ακόμη, τα τείχη, οι γυναίκες, οι γάτες, τα σκουπίδια, ο αέρας, το ψάρεμα στον Θερμαϊκό, το κοίταγμα στον βυθό σαν αίνιγμα χωρίς απάντηση,

“Αυτές οι σημειώσεις έχουν ένα μόνο σκοπό: να σε παροτρύνουν, και όχι μόνο για να ταξιδέψεις.Τις διαβάζω σαν να διάβαζα ένα Brevier, ένα προσευχητάρι. Ο πιο φυσικός τρόπος, για να μπορέσεις κι ο ίδιος να συγκεντρωθείς, να γίνεις προσεχτικός, για να παρατηρείς”. Σελ. 104


“ Να διαβάζει κανείς στη Θεσσαλονίκη για τη Ζυρίχη: όλοι οι σκύλοι εδώ έχουν αφεντικά. Θα τα αναγνωρίσετε απ’ τους σκύλους τους”. Σελ. 108


“Η απεχθής διαδικασία να γράφεις καρτποστάλ θα μπορούσε κανείς να φανταστεί αυτό το βιβλίο συντεθειμένο από τα αντίγραφα όλων των καρτποστάλ που έχει στείλει ο Π. Μ. κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του. Σκέφτομαι δυο φίλους, οι οποίοι χειρίζονται το είδος “καρτποστάλ” άκρως καλλιτεχνικά. Κάθε κάρτα μια τιμητική διάκριση για τον παραλήπτη, ένα δώρο το οποίο δεν απαιτεί απάντηση”. Σελ. 105
[ΊΝΓΚΟ ΣΟΥΛΤΣΕ]


Περικλής Μονιούδης «Στους Κόλπους Των Πόλεων» | Κριτική Άγγελα Μάντζιου cityportal.gr

«Τόσο πολύ νερό τόσο κοντά στο σπίτι» | κριτική βιβλίου

 

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε