Ο βιβλιοπώλης του Σελινούντα | κριτική

«Ο βιβλιοπώλης του Σελινούντα», του Ιταλού συγγραφέα Roberto Vecchioni, αναφέρεται στην ιστορία ενός βιβλιοπώλη που διαβάζει διάφορα βιβλία, απευθυνόμενος σε ένα φανταστικό ακροατήριο. Η συμπεριφορά του εγείρει υποψίες και οι άνθρωποι της μικρής πόλης του Σελινούντα συνασπίζονται εναντίον του, αποδίδοντας του ό,τι κακό συμβαίνει.

Η περιέργεια ωθεί έναν μικρό μαθητή, ο οποίος είναι και ο κατοπινός αφηγητής της ιστορίας, να ανακαλύψει τι κρύβεται πίσω από όλα αυτά. Έτσι, κάθε βράδυ, επισκέπτεται κρυφά από τους γονείς του, τον χώρο του βιβλιοπωλείου, αφήνοντας στη θέση του κρεββατιού του, τον θείο του. Γίνεται μάρτυρας της διαδικασίας ανάγνωσης λογοτεχνικών κειμένων.

Ο ίδιος, από φόβο, παραμένει κρυμμένος πίσω από στοίβες βιβλίων, κοιτάζοντας ανάμεσα από αυτά, την αλλόκοτη μορφή του βιβλιοπώλη, ακούγοντάς τον να διαβάζει υποβλητικά σελίδες από διάφορα βιβλία. Οι κάτοικοι της μικρής πόλης θα εκδικηθούν, καίγοντας μια νύχτα τον χώρο με τα βιβλία. Τα βιβλία θα σωθούν και θα πετάξουν πάνω από την θάλασσα σε μια σκηνή υπερρεαλιστικής και ποιητικής υπέρβασης υπό τους ήχους ενός αυλητή.

Ο βιβλιοπώλης του Σελινούντα

Ο βιβλιοπώλης του ΣελινούνταΣυγγραφέας: Vecchioni Roberto
Εκδότης: Κριτική
Μετάφραση Δημήτρης Παπαδημητρίου
ISBN: 9789605862459
Αριθμός Σελίδων: 128
Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο
Γλώσσα Γραφής: ελληνικά
Γλώσσα Πρωτοτύπου: Ιταλικά
Ημερομηνία 1ης Έκδοσης: 2019

Στην εισαγωγή του βιβλίου διαβάζουμε τον πρόλογο του συγγραφέα σε μορφή διήγησης. Όλα ξεκινούν από μία επιστολή του Νικολίνο Σιούτο –αυτός είναι ο αφηγητής της ιστορίας- προς τον συγγραφέα. Τα γεγονότα που περιγράφει αποτελούν θρυλούμενα συμβάντα ενός μακρινού παρελθόντος. Ο Νικολίνο ορκίζεται ότι όλα τα είδε και τα άκουσε αυτός ο ίδιος.

Ήταν ένα περιστατικό που συνέβη στη Σεγέστα, στην Σικελία, όταν χάθηκαν οι λέξεις από τις καθημερινές κουβέντας των κατοίκων της περιοχής. Το γεγονός παρέμεινε κρυφό, γιατί οι κάτοικοι ντρέπονταν να ομολογήσουν την μάστιγα αυτή που τους βρήκε. Στην περιοχή κατέφθαναν επιστήμονες προκειμένου να μελετήσουν το φαινόμενο. Αυτό που σχετίζεται με την καύση και εξαφάνιση των βιβλίων.

Οι θεματικοί άξονες, της αμνησίας, της λήθης, της κατάκτησης της μνήμης, του χρόνου, κυριαρχούν στο παιχνίδι της παραβολής, όπως το αφηγείται ο συγγραφέας, διά του ήρωα Νικολίνο. Αυτός μόνο απέκτησε την ικανότητα της μνήμης, εξ αιτίας και χάρις στα βιβλία που άκουσε να διαβάζει σε συνέχειες ο βιβλιοπώλης.

Αυτή η αναφορά παραπέμπει σε εκείνην την περίοδο της αμνησίας, στο φανταστικό χωριό Μακόντο, όπως περιγράφεται από τον Γκ. Γκ. Μάρκες, στο βιβλίο του, Εκατό χρόνια μοναξιά. Όταν οι κάτοικοι του Μακόντο, άρχισαν να καταγράφουν με λέξεις τα αντικείμενα για να τα θυμούνται στο μέλλον, ανοίγοντας έτσι τον κύκλο της λήθης.

Το προφορικό ύφος της επιστολής και η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, αναδίδει μια αυθεντική διάσταση των περιγραφούμενων αντιδράσεων, αντιλήψεων και συμπεριφορών, αποκαλύπτοντας μια ιδιαίτερη κοινωνία με αρχαίο παρελθόν στις πλούσιες πολιτισμικές αποχρώσεις: κλειστή και θρησκόληπτη, παραδοσιακή και με σταθερές αρχές, αργή και νωχελική, καχύποπτη στο καινούργιο και στις αλλαγές.

Ο συγγραφέας αποδίδει αδρά τα γεγονότα και καταγράφει τα στοιχεία, εντοπίζοντάς τα σε κάποιες λεπτομέρειες της καθημερινότητας, στην συμπεριφορά και στις σχέσεις των ανθρώπων, ασκώντας έμμεση κοινωνική κριτική. Πίσω από τα βιβλία, υπάρχει η πόλη και οι άνθρωποι: ο τόπος, τα κτίρια, τα μνημεία, η Ακρόπολη, οι αρχαίοι ναοί, οι πλατείες, οι εκκλησίες, οι λειτουργίες, οι γιορτές και λιτανείες, οι μύθοι, οι καθημερινές ασχολίες, οι συζητήσεις, συγγραφείς, περιηγητές και φιλόσοφοι όπως συνδέθηκαν με τον τόπο και τον μαγνητισμό της Σικελίας και διαμόρφωσαν τις παραδόσεις και τον πολιτισμό της.

Και φυσικά το κύριο θέμα είναι τα βιβλία αλλά και η διαδικασία της γραφής, ως εντύπωση, βιωματική εξιστόρηση και διαμεσολαβητική ανασύνθεση-καταγραφή της ρεαλιστικής και φανταστικής πραγματικότητας του κόσμου.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ Η σκιά του Ανέμου | Κάρλος Ρουίθ Θαφόν | κριτική

Ο βιβλιοπώλης του Σελινούντα -Αποσπάσματα

«Ο Σελινούντας είναι ο κόσμος, είναι μια τάξη που την ορίζουν κινήσεις γλυκές και ήρεμες, μια αρχέγονη λιτότητα που αδυνατεί ν’ αναμετρηθεί με τη γενική παγκόσμια τρέλα. Ο Σελινούντας είναι μια σκηνή στην έρημο, όπου είσαι ή βοσκός ή καμήλα· δεν είναι το παλάτι της Βαβυλώνας ούτε η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Μόνο από μια τέτοια σκηνή μπορεί να προέλθει κάτι που να φέρνει την αλήθεια, γιατί ο Σελινούντας δεν είναι φιλοσοφική αλληγορία, ούτε εικονική, πόσο μάλλον ταξική· είναι η ιστορία καθαυτή». Σελ. 15

«Κατεβαίνω συχνά στην παλιά πόλη, τις περισσότερες φορές για την πάρτη μου, για να μείνω μόνος, να χαζέψω τη θέα, να θυμηθώ τα παλιά, ή απλώς να μην κάνω τίποτα. Ακολουθώ την ακτογραμμή του Σελινούντα μέχρι τη γέφυρα που ενώνει στο ψηλότερο σημείο της πόλης, την Ακρόπολη, με το δυτικό οροπέδιο, που ‘ναι και το αγαπημένο μου κομμάτι, κι όπου κάποτε υψωνόταν στην περιοχή Γάγγηρα ένα ιερό προς τιμήν της Δήμητρας της μηλοφόρου.* Με το που φτάνω στη θάλασσα σταματώ και κάθομαι να κοιτάζω το άπειρο. Τίποτα δεν κινείται, ούτε αποδώ, ούτε αποκεί, ούτε εντός μου. Κάτι τέτοιες στιγμές συνειδητοποιώ πως τίποτα δεν είναι πιο έντονο από τον σταματημένο χρόνο· γιατί η ζωή δεν ορίζεται με κριτήριο την κινητικότητα των ανθρώπων, ούτε με τα υλικά αγαθά, ούτε με τους ήχους που φτάνουν στην αντίληψή μας. Αυτά είναι φθηνές απομιμήσεις της. Η ζωή είναι μία, μοναδική και ακίνητη, πάντα πανομοιότυπη με το είδωλό της· η ζωή είναι κάτι διαφορετικό». Σελ.32-33

«Πλέον ξέρω γιατί μ’ αποχαιρέτησε, όπως ξέρω κι ότι μάλλον γνώριζε από την αρχή πως ήμουν εκεί. Γνωρίζω επίσης τον λόγο για τον οποίο επέλεξε τον Ιβάν Ιλίτς. Επειδή μιλούσε για μας· γι’ αυτό που θα ήθελαν να είναι και γι’ αυτό που τελικά αντιθέτως είναι οι άνθρωποι, όλοι οι άνθρωποι. Επειδή ο Σελινούντας στην πραγματικότητα είναι ο κόσμος, αυτός ο ένας και μοναδικός· δεν μπορείς να ισχυριστείς πως υπάρχει δεύτερος κόσμος καμωμένος, πλην του Σελινούντα. Επειδή ο Ιβάν Ιλίτς φεύγει με το μούχρωμα, το τελευταίο φως που είδε κι ο Οιδίποδας στο δάσος του Κολωνού». Σελ.92

«Το όνομα της πόλης μου δεν είναι Σελινούντας, αντιθέτως, δεν έχει καν όνομα. Ονομαζόταν έτσι κάποτε, όταν σε κάθε πράγμα αντιστοιχούσε κάποιο όνομα. Σήμερα δεν επικοινωνούμε πλέον με λόγια, αλλά με κώδικες· άλλοτε απλοί κι άλλοτε σύνθετοι, μοιάζουν με σύμβολα ανάμεικτα με χειρονομίες». Σελ. 29

«Είχε σηκωθεί ένας γλυκός αέρας, όταν εγώ, και μόνον εγώ, ένιωσα εντός μου ήχους από λόγια και λέξεις. Κανείς δεν θα μπορούσε τότε να φανταστεί πως οι λέξεις τούτες ίσως να ήταν και οι στερνές, μια που εκείνη τη μέρα αυτές χάθηκαν για πάντα». Σελ. 110

«Αν της Ευρώπης λαχταρώ κάποια νερά, τα στάσιμα θαμπά νερά αποθύμησα που ενώ γλυκοβραδιάζει, με θλίψη αφήνει ένα παιδί σ’ αυτά το καραβάκι του, τόσο λεπτό που ωσάν Μαγιού πεταλουδούλα μοιάζει». Σελ. 95 [Αρθούρος Ρεμπώ, «Το μεθυσμένο καράβι», στο Προσεγγίσεις στη γαλλική ποίηση, μτφ Αλέξανδρος Μπάρας, Πρόσπερος, 1986. Σελ. 126 Σημειώσεις]

«Κοιτώντας όμως προσεκτικά, δεν έβλεπες και πολλούς να παλεύουν στην καρδιά της καταστροφής· οι περισσότεροι έστεκαν ακίνητοι περιμετρικά και σε απόσταση ασφαλή να χαζεύουν τον χορό της φωτιάς, σαν τα θεάματα που στήνονται στην ύπαιθρο τα καλοκαίρια. Αρκετοί ήταν αυτοί που χαμογελούσαν, κάνα δυο έκαναν από καμιά χειρονομία, η πλειονότητα όμως σχολίαζε και συζητούσε με ύφος μεγαλόπρεπο». Σελ. 98

«Όλοι σχεδόν οι τουρίστες, όπως και τα μικρά παιδιά, τείνουν να πιστεύουν πως οι Έλληνες λάτρευαν υπερήρωες θεούς, πότες μαγικών αφεψημάτων, που ζούσανε πάνω σ’ ένα βουνό, τον Όλυμπο. Οι Έλληνες αντιθέτως λάτρευαν τους νόμους, την τελειότητα, τους θεσμούς, την ευφυΐα, την οικογένεια, την πόλη τους και τηρούσαν τον λόγο τους. Σε όλα τούτα και σ’ άλλα πολλά έδωσαν όνομα, μορφή ανθρώπινη και υπόσταση θεϊκή. Οι Έλληνες όμως στην πραγματικότητα δεν λάτρεψαν ποτέ κανέναν, ούτε την Ήρα, ούτε τον Δία, ούτε τη Δήμητρα. Κατασκεύασαν μόνο σημάδια, σύμβολα της βεβαιότητας της καρδιάς και του μυαλού τους, στοιχεία ανεξίτηλα πάνω στο χώμα, μια απεικόνιση ιδεών που λάμβανε σάρκα και οστά. Όλα αυτά μαζί μετατρέπονταν σε λέξεις». Σελ. 116 -117

«Αφέθηκα υπερβολικά σ’ ετούτο το φανταστικό ταξίδι στο οποίο με υπέβαλλε ο τόπος, βυθιζόμενος συνειδητά σε μια ατμόσφαιρα ελληνικής τραγωδίας». Σελ. 10

«Κάτω από τον ουρανό της Σεγέστας, ο Νικολίνο μου διηγήθηκε την ιστορία του βιβλιοπώλη του Σελινούντα, ακριβώς όπως σας τη μεταφέρω. Ή καλύτερα, με το που άρχισε να μου τη διηγείται, σταμάτησα να τον βλέπω και να τον αισθάνομαι, έχοντας απομείνει μόνος να μιλώ με δυνατή φωνή, σαν να ‘χα ζήσει εγώ στον Σελινούντα κι επιθυμούσα ν’ αφήσω μαρτυρία στα εκατομμύρια κόκκους άμμου της παραλίας του Αλκάμο, αυτά που ήδη γνώριζα,…». Σελ. 115

Κείμενο Αγγέλα Μάντζιου  | κριτική | cityportal.gr

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε