Εξωφυλο του βιβλίου Ζω για να διηγούμαι (Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκες)

Ζω για να τη διηγούμαι | Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες | κριτική

Γκαμπριέλ Γκαρσία ΜάρκεςΖω για να τη διηγούμαι / Μετάφραση από τα Ισπανικά Κλαίτη Σωτηριάδου/ Επιμέλεια Νίκος Μπακουνάκης / Εκδοτικός οίκος Λιβάνη

«Ζω για να τη διηγούμαι»

«Ποιητής από τα μικράτα του, ζωγράφος, ταλαντούχος τραγουδιστής και κιθαρωδός, εξαίρετος χορευτής, πετυχημένος δημοσιογράφος και συγγραφέας, ο Γκάμπο στήνει με κωμικοτραγικές ιστοριούλες το βάθρο του μύθου του και, κλείνοντας το μάτι σε αναγνώστες και κριτικούς, καταφέρνει να μας παρασύρει σε ένα φανταστικό ταξίδι στη χώρα των παιδικών κι εφηβικών του χρόνων:…» Σελ. 11 Πρόλογος, Κλαίτη Σωτηριάδου

Προσέγγιση δεύτερη

Με τα λόγια του ίδιου του συγγραφέα ξεδιπλώνονται οι πρώτες (ως τα είκοσι οκτώ του χρόνια) εμπειρίες και αναμνήσεις ζωής, όπως καταγράφονται λογοτεχνικά στο βιβλίο «Ζω για να τη διηγούμαι». Το βιβλίο αναψηλαφεί ένα πρωτογενές αυτοβιογραφικό υλικό: οικογενειακές ιστορίες, σχολικά χρόνια και σπουδές, τα πρώτα επαγγελματικά βήματα στην δημοσιογραφία και την λογοτεχνία, μετακινήσεις, ταξίδια, συναντήσεις, φιλίες και έρωτες, επιρροές και εμπνεύσεις, βιώματα, στιγμιότυπα ζωής, ιστορικά- πολιτικά γεγονότα. Όλα όσα συνδέονται και σχετίζονται με την ζωή και το έργο του –εκκολαπτόμενου- συγγραφέα.
Εναύσματα έμπνευσης και θραύσματα εικόνων-θεμάτων, διαχέονται ως μοτίβα στα πρώτα διηγήματα που επιχειρεί και στα πρώτα του άρθρα.

Εξώφυλλο του βιβλίου Ζω για να τη διηγούμαι | Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες

Η εμπλοκή αυτής της ζωτικής ύλης διαφαίνεται στην πλοκή και θεματολογία των κατοπινών μυθιστορημάτων, όπως μεταπλάθονται κυρίως στο σύμπαν του εμβληματικού έργου «Εκατό χρόνια μοναξιά»: απόρροια πραγματικότητας και φαντασίας, ιστορικών συγκυριών και φυσικών φαινομένων, προσωπικών – συλλογικών οραμάτων και δυναμικών, γεωγραφίας και ψυχοδυναμικής διαίσθησης, συμπαντικών και εφήμερων αλληλουχιών.

Παρακολουθούμε την αναδιήγηση γεγονότων ζωής, όπως τα έζησε και τα αναθυμάται ο συγγραφέας. Πολλά περιστατικά αναδύονται από το ασαφές υλικό μιας ανάμνησης και καταγράφονται καθαρογραμμένα στην πραγματική τους διάσταση -και- με την βοήθεια των φίλων και συνοδοιπόρων του, κυρίως στους τομείς της δημοσιογραφίας και της λογοτεχνίας. Παράλληλα εκτίθενται ιστορικά συμβάντα του παρελθόντος, όπως καταγράφηκαν στην θυμική μνήμη των ανθρώπων, συνθέτοντας ένα χρονικό ατομικής και συλλογικής ταυτότητας, ένα μωσαϊκό χαρακτηριστικών αντιδράσεων, όπως αναζωπυρώνονται στις διεκδικήσεις του παρόντος και στα διακυβεύματα του μέλλοντος.

Οι καταγωγικές ρίζες της οικογένειας, ο πεισματικός έρωτας και ο γάμος των γονιών του, η μορφή του παππού (από την μεριά της μητέρας του) Νικολάς Μάρκες και οι φανταστικές διηγήσεις-διδασκαλίες ζωής, η επιδραστική γιαγιά του και οι τρομακτικές της ιστορίες, οι γονείς του πατέρα του, η πολυμελής οικογένεια, οι απόπειρες βελτίωσης των συνθηκών ζωής και ο αγώνας για το μέλλον, καταδηλώνονται χωρίς ωραιοποίηση, με αφοπλιστική ειλικρίνεια και με κριτική διάθεση αξιολόγησης της προσπάθειας επιβίωσης σε δύσκολους καιρούς. Διαδικασία κατάκτησης μιας θέσης στον κόσμο, στον μικρό πυρήνα της οικογένειας και στον μεγάλο κύκλο των άλλων εθνών, ως αποτέλεσμα αταβιστικών επιρροών, χαρακτηρολογικών γνωρισμάτων και συμπεριφορών, κοινωνικών-πολιτικών συνθηκών, ταξικών συγκυριών και δραματικών γεγονότων που σχετίζονται με την ιστορία του τόπου.Γκαμπριελ Γκαρσια Μαρκες

Όλα αυτά τα δεδομένα, το σχήμα του πολυπληθούς οικογενειακού-κοινωνικού χάρτη αλλά και οι ταξικές κοινωνικές εκφάνσεις των ανισοτήτων, αποτυπώνονται στα έργα του συγγραφέα, δίνοντας ένα αντάξιο αποτέλεσμα: της ζωηρής καταγραφής μιας παράδοξης πραγματικότητας με την απαράμιλλη ικανότητα, το σθένος και το ταμπεραμέντο του έμπειρου αφηγητή – συγγραφέα Μάρκες, Γκάμπο για τους φίλους του.

Οι κοινωνικές –οικονομικές και πολιτικές συνθήκες της εποχής, η γεωγραφία του τόπου και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της χώρας, οι πόλεις, η ύπαιθρος και η πρωτεύουσα της χώρας Μπογκοτά, άνθρωποι που επηρέασαν την σκέψη του και διαμόρφωσαν την ψυχοσυναισθηματική του προσωπικότητα, πολιτικοί ηγέτες και ήρωες, σχηματίζουν ένα υλικό αφηγηματικής ύλης που ρέει αβίαστα ανακινώντας μια πολυπρισματική κατάσταση ανήσυχων κραδασμών και διαφορετικών ποιοτικών χαρακτηριστικών.

Άνθρωποι διαφόρων κατηγοριών μπλέκονται στις ιστορίες του αφηγητή, συνθέτοντας μια τοιχογραφία της κοινωνίας της εποχής όπως την έζησε ο συγγραφέας. Το κάδρο ανοίγει σε ιστορικά γεγονότα όπως ο πόλεμος, η αποικιοκρατία, η εκμετάλλευση των ξένων εταιρειών, οι εξεγέρσεις. Ανοίγεται παράλληλα και στον αντίκτυπο και σε άλλες ηπείρους, δοκιμάζοντας μια ευρύτερη αποτύπωση της εικόνας του κόσμου. Δηλώνονται επίσης λογοτεχνικές αναφορές σε συγγραφείς, μνημεία και έργα τέχνης, καταδεικνύοντας επιρροές και εκλεκτικές συγγένειες. Η τέχνη της μουσικής και του κινηματογράφου, ποιητές και μυθιστοριογράφοι, η λαϊκή παράδοση της πρωτογενούς ακατέργαστης αφήγησης και η απήχηση της δημοτικής-λαϊκής μουσικής, επηρεάζουν την συναισθηματική ανάπτυξη του νεαρού συγγραφέα.

Πραγματικές ιστορίες που υπερβαίνουν τις μυθοπλαστικές διαστάσεις ασκούν επάνω του μια ακατανίκητη μαγνητική έλξη, διεγείροντας την φαντασία και χρωματίζοντας την περιέργεια του μυθιστοριογράφου και του ερευνητή δημοσιογράφου να αποκαλύψει τις συνισταμένες τους αντανακλάσεις στο πρίσμα της τέχνης και της αλήθειας.

Διάθεση στοχαστική, αυτό-κριτική ματιά, εξομολογητική αποκάλυψη χαρακτηρολογικών συμπεριφορών και προδιαθέσεων, συμπλέκονται στην ροή του υλικού. Η έννοια του χρόνου, της μοναξιάς –ατομικής και συλλογικής-, του αποκλεισμού, της αποτυχίας και της ματαιότητας, της ταυτοποίησης και της αναζήτησης, της καταστροφής και της φτώχειας, της ακαταδεξίας και της συστολής, αναδύονται από την περιγραφή των περιστατικών που περιγράφονται. Η προσπάθεια του συγγραφέα να ανασύρει ψηφίδες μνήμης από σκηνές της ζωής που έζησε, αποκαλύπτει νεανικές φιλίες και όνειρα, προβληματισμούς και στοχασμούς της ώριμης ηλικίας.

Τα πρόσωπα της στενού οικογενειακού περιβάλλοντος και του ευρύτερου κοινωνικού κύκλου, είναι οι ήρωες στα μυθιστορήματά του. Με χαρακτηριστικά ονόματα, εμμονικές συμπεριφορές και ασχολίες, ιδέες και πεποιθήσεις, κυνηγούν ιδεολογίες και οράματα ή αφήνονται στην μοιρολατρική αναμονή και εγκαρτέρηση. Πολλά στοιχεία των χαρακτήρων και ατομικά χαρακτηριστικά, βασίζονται σε υπαρκτά πρόσωπα και αναγνωρίζονται στα μυθιστορηματικά προσωπεία, κυρίως στο έπος «Εκατό χρόνια μοναξιά», [αυτόν τον «μεθυσμένο ποταμό της αφήγησης» σύμφωνα με τον Μίλαν Κούντερα] (- Ο πέπλος Δοκίμιο σε εφτά μέρη, Μετάφραση Γιάννης Η. Χάρης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας Σελ. 101) : στην διορατικότητα και αυτοκυριαρχία της Ούρσουλα Ιγουαράν, αναγνωρίζονται πτυχές της γιαγιάς Τρανκιλίνας και της μητέρας του Λουΐζας –Σαντιάγα. Η Αμαράντα, με τον επίδεσμο στο καμένο χέρι και το πεισματικό πάθος της γεροντοκόρης, φέρει τον αέρα κάποιας θείας της οικογένειας, ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία με την ενασχόληση με τα χρυσά ψαράκια, θυμίζει τον παππού Νικολάς και το εργαστήριο χρυσοχοΐας στην Αρακατάκα, στον απόηχο της παρακμής της εταιρείας της μπανάνας και των εμφυλίων πολέμων, στην αναμονή της απονομής μιας σύνταξης.

 

Αλλά και τα άλλα πρόσωπα φέρουν τα σημάδια της στάχτης και της παρακμής, σε έναν κόσμο απελπισμένων, αδιέξοδων αλλά και ευτυχισμένων ερώτων, νόμιμων παιδιών και άλλων εκτός γάμου, άδοξων μονομαχιών, επίμονων τύψεων, ακαταπόνητων επαναληπτικών προσπαθειών, ατυχιών και δυστυχίας, μαθημάτων χορού και κοκορομαχιών, στοιχημάτων, φημών, ανωνύμων γραμμάτων, θαυμάτων των πανηγυριών και του τσίρκου με τέντες των εμπόρων και πραμάτειες των πλανόδιων πωλητών, προφητείες των περιπλανώμενων τσιγγάνων, σκηνές οινοποσιών και διαδηλώσεων, νεκρών που φορτώνονται στο τρένο της περιοχής των παραλίων. Ενός κίτρινου τρένου που φτάνει την ώρα της σιέστας του μεσημεριού στην ερημία του χωριού Αρακατάκα, που μετονομάζεται σε Μακόντο στο μυθιστόρημα. Και όλα, τα πρόσωπα και οι σκηνές της ζωής, οι γενιές και ο αιώνας της μοναξιάς, ξεπηδούν από εκείνη την σκηνή του ταξιδιού με το τρένο, του συγγραφέα με την μητέρα του, στο χωριό με τις σκονισμένες αμυγδαλιές, προκειμένου να πωληθεί το σπίτι των παππούδων, σκηνικό των αναμνήσεων και των παιδικών χρόνων του συγγραφέα.

Γκαμπριελ Γκαρσία Μαρκες

 

Προσέγγιση πρώτη

«Η ζωή δεν είναι αυτή που έζησε κανείς,
αλλά αυτή που θυμάται και όπως τη θυμάται
για να τη διηγηθεί». [εισαγωγή]

Διαβάζοντας το βιβλίο «Ζω για να τη διηγούμαι», -αυτοβιογραφία- του νομπελίστα (1982) συγγραφέα, Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, νιώθεις την καρδιά του συγγραφέα να χτυπά δυνατά μέσα στη σκόνη του μεσημεριού, την ησυχία και την εγκατάλειψη της μικρής ιδιαίτερης πατρίδας του, που αποτελεί το αποτύπωμα της ευρύτερης και κατ’ επέκταση όλης της ανθρωπότητας. Διαβάζοντας το μυθιστόρημα της ζωής του, ανακαλύπτεις τις έννοιες του τυχαίου, του αποφθεγματικού -άρρητου- λόγου, που εμπεριέχονται σε συζητήσεις και στοχασμούς των ανθρώπων, που αφουγκράζεται ο συγγραφέας.

Έννοιες όπως η μοναξιά, η αξιοπρέπεια, η απελπισία, με κάποιες δόσεις χιούμορ για τη ματαιότητα, αποκτούν την διάσταση της πανανθρώπινης μοίρας. Αισθάνεται κανείς ότι σ’ αυτό το έργο, οδηγείται στη δική του μοίρα, που ο καθένας πρέπει να βρει βαδίζοντας χωρίς φως, μόνος, κάνοντας άσκοπες διαδρομές, ξεχερσώνοντας και ανασυνθέτοντας τον χώρο των πραγμάτων. Το βιβλίο έχει την ειλικρίνεια της αφηγηματικής πρώτης ύλης με τη βιωματική διάσταση του πολιτικού λόγου και της ατομικής μοίρας.

Σ’ ένα πρώτο επίπεδο διακρίνει κανείς στοιχεία των γενεών που αναλώθηκαν αναζητώντας το όνειρο, την φαντασία, τις ρίζες της καταγωγής των αισθημάτων. Ο πολιτισμός και ο απόηχος της χρήσης του, όπως το ραδιόφωνο, το τρένο, ο ηλεκτρισμός, ο πάγος, συνθέτουν το τσίρκο της περιπλανώμενης ανθρώπινης μάζας, εδώ ή εκεί, στα μήκη και πλάτη του κόσμου μιας χώρας, που είναι ολόκληρος ο πλανήτης. Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο η πολιτική μοίρα καθορίζει την θέση στην μηχανή του χρόνου, λαών καταδικασμένων σε εκατό χρόνια μοναξιά, χωρίς δεύτερη ευκαιρία. Σ’ ένα επίπεδο προσωπικό, ο συγγραφέας ψάχνει από πολλούς δρόμους ανάγνωσης, την οδό προς τον εαυτό του με όπλο την αθωότητα της καρδιάς, που ακούει τα φαντάσματα του παρελθόντος που είναι το παρόν για τον καθένα.

Η φτώχεια, το πείσμα, ο θάνατος, ο έρωτας σαν ένα διαρκές ψιλόβροχο, η αγωνία της έκφρασης, η ποίηση των πραγμάτων, είναι στην καρδιά του Μάρκες, η ύλη και στα όνειρα η άλλη διάσταση, που περιγράφει τον κόσμο σαν μια πλατεία με σκονισμένες αμυγδαλιές, χωρίς ίχνος ζωής μέσα στο μεσημέρι ή σαν πολιτεία που την πολιορκούν χαρταετοί, ανώνυμες φήμες της νύχτας ή τέλος σαν μια απέραντη χώρα που η ζούγκλα της, καταπίνει το παρελθόν και αυτό ζητά την δικαίωση.

Αυτός είναι ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες: ένας πρωτότυπος ευφάνταστος συγγραφέας που μέσα στη χούφτα του Μακόντο και της Αρακατάκας διάβασε την Κολομβία και όλη την ανθρωπότητα με την καθαρότητα της ποίησης και την αξιοπρέπεια της τραγωδίας.

Το Doodle με το οποία τίμησε η Google τον Κολομβιανό μυθιστοριοφράφο, Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες
Tον Κολομβιανό μυθιστοριοφράφο, Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, τίμησε η Google με το Doodle της, καθώς 6 Μαρτίου 2018 συμπληρώθηκαν 91 χρόνια από την γέννηση του.

«Ζω για να τη διηγούμαι» Αποσπάσματα 

«Ποτέ δεν μπόρεσα να ξεπεράσω το φόβο μου όταν ήμουν μόνος, και ακόμα περισσότερο στο σκοτάδι, αλλά μου φαίνεται ότι υπήρχε ένας συγκεκριμένος λόγος: γιατί τη νύχτα έπαιρναν σάρκα και οστά οι φαντασιώσεις και τα προαισθήματα της γιαγιάς. Ακόμα και τώρα, στα εβδομήντα μου, έχω διακρίνει σε όνειρα τη θέρμη των γιασεμιών στη βεράντα και το φάντασμα των σκοτεινών δωματίων, και πάντα μ’ εκείνη την αίσθηση που μου κατέστρεψε τα παιδικά μου χρόνια: τον τρόμο της νύχτας. Πολλές φορές έχω προαισθανθεί, στις άγρυπνες νύχτες σε όλο τον κόσμο, ότι κι εγώ σέρνω την καταδίκη εκείνου του μυθικού σπιτιού σε έναν ευτυχισμένο κόσμο όπου πεθαίναμε κάθε βράδυ απ’ το φόβο μας». Σελ. 103


«Δε μου είναι δυνατό να εξακριβώσω πότε έμαθα για πρώτη φορά αυτά τα γεγονότα, αλλά οπωσδήποτε τα παραστρατήματα των προγόνων μου δε με ένοιαζαν καθόλου. Αντίθετα, τα ονόματα της οικογένειας τραβούσαν την προσοχή μου γιατί μου φαίνονταν πρωτότυπα. Πρώτα, της οικογένειας της μητέρας μου: Τρανκιλίνα, Βενέφριδα, Φρανσίσκα Σιμοδόσεα. Αργότερα, της γιαγιάς μου από τον πατέρα μου: Αρχεμίρα · και των γονέων της: Λοσάνα και Αμινάδαμπ. Ίσως από εκεί να προέρχεται η πεποίθησή μου πως τα πρόσωπα στα μυθιστορήματά μου δεν μπορούν να σταθούν στα πόδια τους όσο δεν έχουν ένα όνομα που να ταιριάζει στο χαρακτήρα τους». Σελ.68-69


«Μερικές μέρες αργότερα –στις 7 Φεβρουαρίου του 1948- πήρα μέρος για πρώτη φορά στη ζωή μου στην πρώτη πολιτική πράξη που οργάνωσε ο Γαϊτάν: μια διαδήλωση πένθους για τα αμέτρητα θύματα της κρατικής βίας στη χώρα, με περισσότερους από εξήντα χιλιάδες άντρες και γυναίκες, ντυμένους στα μαύρα, με τις κόκκινες σημαίες του κόμματος και τις μαύρες σημαίες του φιλελεύθερου πένθους. Σύνθημά του ήταν ένα και μοναδικό: η απόλυτη σιωπή. Και εκτελέστηκε με μια ασύλληπτη τραγικότητα, μέχρι τα μπαλκόνια των σπιτιών και των γραφείων που μας είδαν να περνάμε σε μήκος έντεκα στριμωγμένων τετραγώνων της κεντρικής λεωφόρου. Κάποια κυρία μουρμούριζε δίπλα μου μια προσευχή μέσα από τα δόντια της. Ένας άντρας που βρισκόταν κοντά της την κοίταξε έκπληκτος:

«Κυρία, σας παρακαλώ!»

Εκείνη έβγαλε ένα βογκητό αντί για συγνώμη και βυθίστηκε στο πέλαγος των φαντασμάτων. Ωστόσο αυτό που με έφερε στα πρόθυρα του κλάματος ήταν τα προσεκτικά βήματα και η ανάσα του πλήθους μέσα στην υπερφυσική σιωπή. Εγώ είχα πάει χωρίς καμία πολιτική πεποίθηση, με είχε προσελκύσει η περιέργεια της σιωπής, και ξαφνικά μου έκανε εντύπωση ο κόμπος της συγκίνησης στο λαιμό μου. ο λόγος του Γαϊτάν στην πλατεία Μπολίβαρ, από το μπαλκόνι της Δημοτικής Υπηρεσίας Οικονομικών, ήταν μια πένθιμη προσευχή με μια ασφυκτική συναισθηματική φόρτιση. Αντίθετα από τα δυσοίωνα προγνωστικά του ίδιου του κόμματός του, ολοκλήρωσε το λόγο με τον πιο επικίνδυνο όρο του συνθήματος: δεν ακούστηκε ούτε ένα χειροκρότημα.
Αυτή ήταν η «πορεία της σιωπής», η πιο συγκινητική από όσες έχουν γίνει στην Κολομβία». Σελ.330


«Και για μένα, κατά κάποιο τρόπο, ήταν μια κρίσιμη στιγμή. Δύο μήνες πριν είχα χάσει το τρίτο έτος στη νομική κι έβαλα τέλος στη συνεργασία μου με τον Ουνιβερσάλ, γιατί δεν έβλεπα το μέλλον μου ούτε με το ένα ούτε με το άλλο. Το πρόσχημα ήταν να έχω ελεύθερο χρόνο για το μυθιστόρημα που μόλις άρχιζα, αν και κατά βάθος γνώριζα πως δεν ήταν ούτε αλήθεια ούτε ψέμα, γιατί η ιδέα για την υπόθεση μου ήρθε ξαφνικά σαν μια μυθιστορηματική συνταγή με λίγα από τα καλά που είχα πάρει από τον Φόκνερ και μαζί με όλα τα άσχημα της δικής μου απειρίας. Σύντομα έμαθα πως το να διηγείται κανείς ιστορίες παράλληλες με τη βασική, χωρίς να αποκαλύπτει την ουσία της, είναι ένα πολύτιμο στοιχείο της σύλληψης και της γραφής. Το πρόβλημα όμως δεν ήταν αυτό αλλά το ότι, επειδή δεν είχα κάτι χειροπιαστό να δείξω, είχα επινοήσει ένα μυθιστόρημα για το οποίο μιλούσα για να διασκεδάζω το ακροατήριο και να κοροϊδεύω τον εαυτό μου.

Εκείνη η συνειδητοποίηση με υποχρέωσε να ξανασκεφτώ από την αρχή ως το τέλος το σχέδιο του μυθιστορήματος, που ποτέ δεν ξεπέρασε τις σαράντα ανακατεμένες σελίδες και ωστόσο αναφέρθηκε σε περιοδικά κι εφημερίδες, ακόμα κι από μένα, και μάλιστα είχαν δημοσιευτεί προκαταβολικά κάποιες κριτικές από έξυπνους φανταστικούς αναγνώστες. Κατά βάθος, ο λόγος γι’ αυτή τη συνήθεια του να διηγείται κανείς παράλληλα σχέδια δε θα έπρεπε να αξίζει επικρίσεις αλλά συμπόνια: ο τρόμος της συγγραφής μπορεί να είναι τόσο ανυπόφορος όσο και της μη συγγραφής. Στην περίπτωσή μου, επιπλέον, είμαι πεισμένος πως το να διηγηθώ την αληθινή ιστορία είναι γρουσουζιά. Με παρηγορεί ωστόσο που καμιά φορά η προφορική εκδοχή μπορεί να είναι καλύτερη από τη γραπτή και χωρίς να το ξέρουμε έχουμε επινοήσει ένα καινούριο είδος που λείπει από τη λογοτεχνία: τη μυθιστορία της μυθιστορίας». Σελ. 421 -422


«Το πρότυπο για μια εποποιία σαν αυτή που ονειρευόμουν δε θα μπορούσε να είναι άλλο από την ίδια την οικογένειά μου, που ποτέ δεν υπήρξε πρωταγωνίστρια ούτε καν θύμα σε κάτι, παρά μόνο άχρηστος μάρτυρας και θύμα των πάντων. Άρχισα να τη γράφω από την πρώτη στιγμή της επιστροφής γιατί δεν είχα πια την ανάγκη να καταφύγω σε τεχνητά μέσα, αφού ήταν αρκετό το συναισθηματικό φορτίο που κουβαλούσα χωρίς να το γνωρίζω και που με περίμενε ανέπαφο στο σπίτι των παππούδων. Από το πρώτο μου βήμα στα πυρωμένα χώματα του χωριού είχα συνειδητοποιήσει πως η μέθοδός μου δεν ήταν η καλύτερη για να σκιαγραφήσω εκείνο τον επίγειο παράδεισο της ερημιάς και της νοσταλγίας, παρόλο που είχα ξοδέψει πολύ χρόνο και κόπο για να βρω τη σωστή μέθοδο». Σελ.430


«Ώρες αργότερα, κάτω από τον αχάριστο και πιο διάφανο ουρανό από οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου, συνειδητοποίησα πως βρισκόμουν στη λεωφόρο Βέιντε ντε Χούλιο. Από μια αντίδραση που αποτελούσε πια μέρος της ζωής μου τα τελευταία πέντε χρόνια κοίταξα προς το σπίτι της Μερσέδες Μπάρτσα. Και βρισκόταν εκεί, καθισμένη σαν άγαλμα στην πόρτα, λεπτή και απόμακρη και, σύμφωνα με τη μόδα εκείνης της χρονιάς, με ένα πράσινο φόρεμα με χρυσαφιά κεντήματα και τα μαλλιά κομμένα σαν φτερά χελιδόνας, με τη γεμάτη ένταση ηρεμία κάποιου που περιμένει κάποιον ο οποίος δε θα φτάσει. Δεν μπόρεσα να αποφύγω ένα βογκητό που θα την έχανα για πάντα μια Πέμπτη του Ιουλίου, μια τόσο πρωινή ώρα, και για μια στιγμή σκέφτηκα να σταματήσω το ταξί για να την αποχαιρετίσω, αλλά προτίμησα να μην προκαλέσω για άλλη μια φορά μια τόσο αβέβαιη και επίμονη τύχη σαν τη δική μου.

Όσο πετούσε το αεροπλάνο ένιωθα να τιμωρούμαι από τις σουβλιές των τύψεων. Υπήρχε τότε η ωραία συνήθεια να βάζουν στη θήκη πίσω από το μπροστινό κάθισμα κάτι που στα καλά ρομάντζα ονομαζόταν τότε σετ αλληλογραφίας. Μια κόλλα χαρτί για επιστολή με χρυσαφιές μπορντούρες και ένα φάκελλο από το ίδιο χαρτί, σε χρώμα τριανταφυλλί ή μπεζ ή γαλάζιο και μερικές φορές αρωματισμένο. Στα λίγα προηγούμενα ταξίδια μου το είχα χρησιμοποιήσει για να γράφω αποχαιρετιστήρια ποιήματα, που τα μετέτρεπα σε χάρτινα περιστεράκια και τα άφηνα ελεύθερα να πετάξουν κατεβαίνοντας από το αεροπλάνο.

Διάλεξα ένα γαλάζιο κι έγραψα το πρώτο επίσημο γράμμα μου στη Μερσέδες, που ήταν καθισμένη στην πόρτα του σπιτιού της στις εφτά το πρωί, με το πράσινο φόρεμα της αρραβωνιαστικιάς και τα μαλλιά της αβέβαιης χελιδόνας, χωρίς να υποπτεύομαι καν για ποιον είχε ντυθεί εκείνο το πρωινό. Της είχα γράψει κι άλλα παιχνιδιάρικα σημειώματα, που τα αυτοσχεδίαζα στην τύχη, και έπαιρνα μόνο προφορικές απαντήσεις και πάντα διφορούμενες όταν συναντιόμασταν τυχαία.

Εκείνο δεν ήταν πάνω από πέντε αράδες, με την επίσημη αναγγελία της αναχώρησής μου. ωστόσο, στο τέλος, πρόσθεσα ένα υστερόγραφο που με τύφλωσε σαν μεσημεριάτικη αστραπή την ώρα που το υπέγραφα: «Αν δεν πάρω απάντηση σ’ αυτό το γράμμα μέσα σε ένα μήνα, θα μείνω για πάντα στην Ευρώπη». Μόλις που πρόλαβα να διαβάσω άλλη μια φορά προτού ρίξω το γράμμα στο κουτί του ταχυδρομείου στις δύο τα ξημερώματα στο έρημο αεροδρόμιο του Μοντέγκο Μπέι. Ήταν ήδη Παρασκευή. Την Πέμπτη της επόμενης εβδομάδας, όταν μπήκα στο ξενοδοχείο της Γενεύης έπειτα από μια άσκοπη μέρα διεθνών αψιμαχιών, βρήκα το γράμμα με την απάντηση». Σελ. 567 -568


Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες

«Εκείνο το πνεύμα της μόνιμης φυγής στηριζόταν σε μια γεωγραφική πραγματικότητα. Η Επαρχία είχε την αυτονομία ενός δικού της κόσμου και μια συμπαγή και παλιά πολιτιστική ενότητα, σε ένα εύφορο φαράγγι ανάμεσα στη Σιέρα Νεβάδα της Σάντα Μάρτα και στην οροσειρά της Περιχά, στην κολομβιανή Καραϊβική. Η επικοινωνία ήταν πιο εύκολη με τον κόσμο παρά με την υπόλοιπη χώρα, γιατί η καθημερινή ζωή της ταυτιζόταν καλύτερα με τις Αντίλες λόγω της εύκολης συγκοινωνίας με την Τζαμάικα ή το Κουρασάο και σχεδόν μπερδεύονταν στα σύνορα με τη Βενεζουέλα, που με ορθάνοιχτες πόρτες δεν έκανε διακρίσεις ανάμεσα σε τάξεις και χρώματα.

Από το εσωτερικό της χώρας, όπου έβραζαν στο ζουμί τους σε σιγανή φωτιά, έφτανε μόνο η οξείδωση της εξουσίας: οι νόμοι, οι φόροι, οι στρατιώτες, οι δυσάρεστες ειδήσεις που είχαν περάσει από ζύμωση στα δυόμισι χιλιάδες μέτρα υψόμετρο και ύστερα από οχτώ μέρες ταξίδι πάνω στον ποταμό Μαγκνταλένα μέσα σε ένα ατμόπλοιο που έκαιγε ξύλα. «Σελ. 84- 85


«Ούτε η μητέρα μου ούτε εγώ, βέβαια, θα μπορούσαμε τότε να φανταστούμε πως εκείνη η αθώα βόλτα των δύο ημερών επρόκειτο να είναι τόσο καθοριστική για μένα, που ακόμα και η πιο μακρόχρονη και εργατική ζωή δε θα μου έφτανε για να τη διηγηθώ. Τώρα, με περισσότερα από εβδομήντα πέντε γεμάτα χρόνια, ξέρω πως ήταν η πιο σπουδαία απόφαση από όσες έπρεπε να πάρω στη συγγραφική μου καριέρα. Δηλαδή: σε όλη μου τη ζωή». Σελ. 15


«… διάλεξε από τη βιβλιοθήκη ένα δερματόδετο βιβλίο και μου το έδωσε με κάποια επισημότητα. «Μπορεί να καταφέρεις να γίνεις ένας καλός συγγραφέας», μου είπε, «αλλά ποτέ δε θα γίνεις πολύ καλός αν δε γνωρίζεις καλά τους Έλληνες κλασικούς». Το βιβλίο ήταν τα Άπαντα του Σοφοκλή. Ο Γκουστάβο έγινε από εκείνη τη στιγμή ένα από τα σπουδαιότερα πλάσματα στη ζωή μου, γιατί ο Οιδίπους μου αποκαλύφθηκε με την πρώτη ανάγνωση ως το τέλειο έργο». Σελ.389


«Δε χρειάστηκε να μου πει ποιο ούτε πού, γιατί για μας υπήρχε μόνο ένα στον κόσμο: το παλιό σπίτι των παππούδων στην Αρακατάκα, όπου είχα την τύχη να γεννηθώ και όπου δεν είχα ξαναζήσει μετά τα οχτώ μου χρόνια. Είχα μόλις εγκαταλείψει τη Νομική Σχολή, ύστερα από έξι εξάμηνα, αφιερωμένα πάνω απ’ όλα στο να διαβάζω ό,τι έπεφτε στα χέρια μου και να απαγγέλω από μνήμης την ανεπανάληπτη ποίηση του Χρυσού Αιώνα της Ισπανίας». Σελ.14


«Εκείνη ήταν η διαδρομή που θα κάναμε η μητέρα μου κι εγώ στις εφτά το βράδυ του Σαββάτου της 18ης Φεβρουαρίου του 1950 –παραμονή του καρναβαλιού- κάτω από μια κατακλυσμιαία νεροποντή εκτός εποχής και με τριάντα δύο πέσος μετρητά, που ίσα ίσα μας έφταναν να επιστρέψουμε αν δεν πουλιόταν το σπίτι με τους προβλεπόμενους όρους». Σελ. 16


«Η μητέρα μου μεγάλωσε μέσα σ’ εκείνο το νεκροταφείο και συγκέντρωσε την αγάπη όλων από τότε που ο τύφος πήρε τη Μαργαρίτα Μαρία Μινιάτα. Όμως ήταν κι αυτή αρρωστιάρα. Είχε περάσει ασταθή παιδικά χρόνια με τεταρταίους πυρετούς, αλλά όταν θεραπεύτηκε και από τον τελευταίο απέκτησε μια σιδερένια υγεία, που της επέτρεψε να γιορτάσει τα ενενήντα εφτά της χρόνια με έντεκα παιδιά δικά της και τέσσερα ακόμα του συζύγου της, με εξήντα έξι εγγόνια, εβδομήντα τρία δισέγγονα και πέντε τρισέγγονα. Χωρίς να λογαριάζουμε αυτά που ποτέ δε γνωρίσαμε. Πέθανε από φυσικό θάνατο στις 9 Ιουνίου 2002, στις οχτώ και μισή το βράδυ, όταν είχαμε ήδη αρχίσει να ετοιμαζόμαστε για να γιορτάσουμε τον πρώτο αιώνα της ζωής της, την ίδια μέρα και σχεδόν την ίδια ώρα που μπήκε τελεία και παύλα σ’ αυτά τα απομνημονεύματα». Σελ. 61


Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες –Ζω για να τη διηγούμαι | κριτική Άγγελα Μάντζιου

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Οδυσσέας Ελύτης – Εξόριστε ποιητή στον αιώνα σου λέγε τι βλέπεις;

Οδυσσέας Ελύτης – Εξόριστε ποιητή στον αιώνα σου λέγε τι βλέπεις;

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε