Αλέξανδρος Ευκλείδης (σκηνοθέτης «Yasou Aida»)

Αλέξανδρος Ευκλείδης (σκηνοθέτης «Yasou Aida»)

Ο σκηνοθέτης (και εμπνευστής) της διασκευής της κλασικής όπερας του Βέρντι, που πρωτοανέβηκε στο Βερολίνο και τώρα παρουσιάζεται και στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, απευθύνει με το «Yasou Aida!» το δικό του χαιρετισμό στους πολίτες της Ευρώπης που μεταμορφώνεται διαρκώς. Ο Αλέξανδρος Ευκλείδης έδωσε συνέντευξη στην Γκέλυ Μαδεμλή και το περιοδικό CITY.

Μπορείς να μας περιγράψεις εν συντομία την αρχή της ιστορίας; Πώς ήρθες σε επαφή με τους Γερμανούς συνεργάτες σου και συντελεστές της παράστασης;
Η ιστορία ξεκινάει το καλοκαίρι του 2010. Η διευθυντική ομάδα της Neuköllner Oper του Βερολίνου, ενός μικρού αλλά πολύ δραστήριου και γνωστού μουσικού θεάτρου, θέλησε να συμβάλει με τα δικά της -καλλιτεχνικά- μέσα στη συζήτηση για εκείνο που τότε παρουσιαζόταν ακόμη ως ελληνική κρίση. Μέσα από κοινούς γνωστούς έφτασαν σε μένα, συναντηθήκαμε, τους έδειξα δουλειά μου και μετά από κάποιο διάστημα συνέβη αυτό που σχεδόν ποτέ δεν συμβαίνει στην Ελλάδα: με πήραν τηλέφωνο για να μου πουν ότι η δουλειά μου τους άρεσε και ότι θα ήθελαν να συζητήσουμε το ενδεχόμενο μιας συνεργασίας. Η ιδέα ήταν απλή: μια παράσταση μουσικού θεάτρου, με τη συνεργασία Ελλήνων και Γερμανών καλλιτεχνών, που θα προσέγγιζε από την ελληνική σκοπιά το ζήτημα της κρίσης, το οποίο, υπενθυμίζω, εκείνη την εποχή είχε αρχίσει να γίνεται στη Γερμανία αντικείμενο ενός δημόσιου λόγου με λαϊκίστικες, σχεδόν αποικιοκρατικού τύπου, εξάρσεις.

Γιατί επιλέξατε να ασχοληθείτε με την «Αΐντα», και όχι με κάποια άλλη όπερα του λεγόμενου «κλασικού» ρεπερτορίου;
Από χρόνια κουβαλούσα την ιδέα μιας παράστασης της «Αΐντα» ως όπερας δωματίου. Με γοήτευε ιδιαίτερα η αντίφαση που το έργο αυτό κουβαλάει στο γενετικό του κώδικα: αφενός, είναι συνυφασμένο με παραστάσεις μεγάλου μεγέθους, με φωνές τεράστιου εκτοπίσματος, με εκατοντάδες ερμηνευτών επί σκηνής• αφετέρου, τα τρία τέταρτα του έργου αρθρώνονται στην ουσία σε μια κλίμακα δωματίου, είναι σκηνές σπάνιας μουσικής και δραματουργικής οικειότητας. Αυτό ήταν το πρώτο κίνητρο: μια παράσταση της «Αΐντα», απόσταγμα του βερντιανού εγχειρήματος. Από την άλλη, η «Αΐντα» είναι προϊόν του όψιμου αποικιακού κόσμου, μια ιστορία κατακτητών και κατακτημένων. Θεώρησα πως ήταν μια ιδανική πλατφόρμα πάνω στην οποία θα μπορούσε να βασιστεί μια νέα ιστορία, αυτή των σχέσεων Ελλάδας και Γερμανίας, ή, καλύτερα, ευρωπαϊκού Βορρά και Νότου. Το πεδίο στο οποίο εξαρχής θεώρησα πως πρέπει να κινηθούμε, ήταν αυτό του πολέμου στερεοτύπων, που από ένα διάστημα πια βρίσκεται στο επίκεντρο όχι πλέον μιας πολιτικής, αλλά μιας πολιτισμικής αντιπαράθεσης. Όμως, η μεταφορά προβλημάτων κατά βάση οικονομικής φύσης, στο πολιτισμικό πεδίο υπήρξε, η ιστορία το έχει δείξει, πηγή πολλών κακών, μπροστά την έλευση των οποίων δεν μπορούμε να μείνουμε αδιάφορη.
 
Τι εξυπηρετεί η απόδοση των λιμπρέτο σε τρεις γλώσσες;
Εξαρχής, η δημιουργική ομάδα που διαμορφώθηκε από τον συνθέτη Χαράλαμπο Γωγιό, τον συγγραφέα και σταντ-απ κωμικό Δημήτρη Δημόπουλο και μένα, αποφάσισε, με την παραίνεση του Γερμανού δραματουργού μας, του Μπέρνχαρντ Γκλοκζίν, να προχωρήσει σε μια ριζική διασκευή του ποιητικού κειμένου. Αυτό άλλωστε είναι και η συνήθης πρακτικής στην Neuköllner Oper, να αντιμετωπίζει ως νέα έργα είτε τα έργα ρεπερτορίου που ανεβαίνουν διασκευασμένα, είτε τις πρώτες παγκόσμιες παρουσιάσεις καινούργιων έργων. Έτσι, μια εντελώς νέα δραματουργία επινοήθηκε στη βάση της αρχικής ιδέας, που, παρότι συνομιλούσε με το πρωτότυπο του Βέρντι, έπαιρνε σαφείς αποστάσεις και τεράστιες ελευθερίες. Η λέξη «σεβασμός» δεν ακούστηκε ούτε μια φορά, γιατί, για την ομάδα μας, ο σεβασμός ήταν απόρροια της τεράστιας αγάπης που έχουμε για το έργο. Καθώς οι βασικοί συντελεστές ξεκινήσαμε από μία γνώση του πρωτοτύπου που έφτανε – για παράδειγμα στην περίπτωση του Χαράλαμπου Γωγιού- σε μεγάλο βάθος, ο διάλογός μας με το πρωτότυπο υπήρξε δημιουργικός, καθότι, εν πλήρει ταπεινότητι, ισότιμος. Το γλωσσικό ζήτημα, στο πλαίσιο αυτό, λύθηκε με τον απλούστερο τρόπο: καθένας θα μιλούσε τη μητρική του γλώσσα, ενώ στις ομαδικές σκηνές θα μιλούσαν κατά κύριο λόγο αγγλικά, τη lingua franca της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Διότι η δραματουργία μας τοποθετούσε τη δράση του «Yasou Aida!» στα κεντρικά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στην Φρανκφούρτη.

Αντιστοίχως, διαβάζουμε πως υπήρξαν επεμβάσεις και στο μουσικό μέρος. Με ποιο τρόπο ακριβώς και για ποιο λόγο;
Η μουσική διασκευή του Χαράλαμπου Γωγιού είχε εξαρχής θέσει τον στόχο να μην είναι κομψή. Δεν θέλαμε ο θεατής να ακούει ένα αντίστοιχο της μεγάλης«Αΐντα» σε μικρότερη κλίμακα. Ο Χαράλαμπος έλεγε χαρακτηριστικά πως ήθελα τα κοψίματα να αιμορραγούν. Έτσι, τόσο η επιλογή των οργάνων της πενταμελούς ορχήστρας, όσο και η διεύθυνση των τραγουδιστών, είχαν ως στόχο το άκουσμα να είναι παράξενο, χωρίς προσπάθειες καλλωπισμού. Αυτό που έκανε ο Χαράλαμπος ήταν ένα παράδοξο μείγμα αυθαιρεσίας και πουρισμού, καθώς πολλά από τα επιθέματα της παράδοσης στην εκτέλεση του έργου καταργήθηκαν για να επιστρέψουμε στις πρωτότυπες οδηγίες του Βέρντι. Το φωνητικό μας σύνολο, πάλι, το οποίο αποτελείται από τραγουδιστές εξαιρετικού επιπέδου, καταρτίστηκε σύμφωνα με μια λογική βασισμένη στη δραματουργία της παράστασης και όχι στις παραστασιακές συνήθειες και παραδόσεις. Όπως ακριβώς επιθυμούσε και ο Βέρντι σε όλη του τη δημιουργική πορεία, βάλαμε όλα τα μουσικά μέσα στην υπηρεσία του θεάτρου.

Στη σκηνή εμφανίζονται αντικείμενα με συγκεκριμένο συμβολικό βάρος, εμβληματικά για την ελληνική δημοφιλή κουλτούρα: ο τροχός της τύχης, ένας τσολιάς, αποκριάτικες μάσκες γουρουνιών. Θεωρείτε το ποπ προνομιακό πεδίο για να μιλήσει κανείς για τη χρήση των στερεοτύπων; Διαισθάνεστε ίσως ποτέ φόβο πως γραφικές αναπαραστάσεις αυτού του τύπου μπορεί να οδηγούν στην αναπαραγωγή στερεότυπων σχημάτων λόγου και πράξεων;
Στην παράστασή μας έπρεπε να μιλήσουμε για πολύ σοβαρά ζητήματα, για ζητήματα που συνιστούν στις μέρες μας ανοιχτές πληγές. Επιλέξαμε να μην ακολουθήσουμε ένα σοβαρό ιδίωμα. Ήταν εμφανής ο κίνδυνος να γλιστρήσουμε προς τον συναισθηματισμό, να επικαλεστούμε τον οίκτο των πολιτικά ευαίσθητων θεατών μας, που έρχονταν με συμπάθεια να παρακολουθήσουν το εγχείρημά μας. Αντιθέτως, θελήσαμε να κινηθούμε στο πεδίο του παιγνιώδους, της ειρωνείας, της υπονόμευσης. Εξάλλου, όπως είπαμε, το πεδίο μας ήταν τα στερεότυπα και η αυτόνομη πολιτική δύναμη που αποκτούν, όταν τα χρησιμοποιούν κοντόφθαλμα ανεύθυνοι πολιτικοί. Ο τροχός της τύχης ήταν ένας τρόπος να μιλήσουμε για την απαράδεκτα σημαντική θέση που κατέχει ο τζόγος στην παγκόσμια πολιτική σκηνή: ο χαρακτήρας της πρωθιέρειας της «Αΐντα» ονομάζεται σε μας Κρίστα, φόρος τιμής στη σιωπηλή ιέρεια της πρώιμης ιδιωτικής τηλεόρασης. Οι Παρθενώνες, οι τσολιάδες, οι εικόνες από το 2004, οριοθετούν το ειρωνικό μας ιδίωμα και την πρόθεσή μας να παίξουμε εν ου πακτοίς. Όσο για την πιθανότητα αναπαραγωγής των στερεοτύπων: ναι, είναι ένας υπαρκτός κίνδυνος, που αναδύεται κάθε φορά που κάποιος παίζει στο γήπεδο της ειρωνείας. Ωστόσο, η αμφισημία, τα θολά μηνύματα, οι παρεξηγήσιμες θέσεις (ιδίως στο πολιτικό επίπεδο) είναι πράγματα που με γοητεύουν αφάνταστα.

Πώς αντιλαμβάνεστε τον όρο «παρωδία»; Για σένα ποιός είναι ο ορισμός και η σημασία της σήμερα;
Δεν είμαι σίγουρος αν το «Yasou Aida!» είναι παρωδία. Παίρνει πολύ στα σοβαρά το πρωτότυπο για να είναι παρωδία. Ο στόχος του δεν είναι να υπονομεύσει το πρωτότυπο, αλλά την πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη. Είναι οπωσδήποτε ειρωνική κωμωδία. Από τις αντιδράσεις του κοινού στη Γερμανία, φάνηκε πως το βρήκαν πολύ διασκεδαστικό. Κάποιοι κριτικοί μάλιστα αισθάνθηκαν τύψεις για το γεγονός ότι εξαναγκάστηκαν να γελάσουν με ένα έργο που αναφέρεται σε ζητήματα ζωής και θανάτου. Ομολογώ πως κολακεύτηκα από τις τύψεις τους: δεν ξέχασαν στη διάρκεια του έργου τη σοβαρότητα της κατάστασης, αλλά είχαν αρκετή απόσταση ώστε να μπορούν να γελάσουν μ’ αυτή.

Η δουλειά σας έτυχε θετικότατης κριτικής αποδοχής στη Γερμανία. Υπάρχει κάποια αντίδραση που δεν περίμενες, από μεριάς του κοινού για παράδειγμα;
Ακόμα και κάποια ανάγνωση, καταχρηστική ή μη, που βρήκες ενδιαφέρουσα; Είναι ίσως η πρώτη φορά που διάβασα τόσα πολλά, τόσο διαφορετικά και τόσο ενδιαφέροντα πράγματα για τη δουλειά μου. Υπήρξαν κριτικές τόσο στις μεγάλες γερμανικές εφημερίδες, όσο και σε έντυπα και μέσα άλλων χωρών (χθες διάβασα μια κριτική στα πορτογαλέζικα!). Βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρον το ότι υπήρχαν κριτικές για την παράσταση στις οικονομικές στήλες εφημερίδων όπως η Monde και η Welt. Το στοιχείο αυτό είναι ενδεχομένως το πιο ενδιαφέρον, καθώς δείχνει πως η παράσταση πέτυχε να υπερβεί τα καλλιτεχνικά πλαίσια και να εισέλθει στο πεδίο της καθαρής πολιτικής. Δεν νομίζω ότι έπεσε στην αντίληψή μου κάποια σοβαρή παρανάγνωση: αντίθετα, μου έκανε εντύπωση πως οι κριτικοί έκαναν τον κόπο να αναφερθούν στις πολιτικές προθέσεις της παράστασης και δεν την έκριναν τεχνοκρατικά. Ελάχιστοι ήταν αυτοί που έκριναν τη νομιμότητα της διασκευής, ωστόσο υπήρξαν κι αυτοί, για να μας θυμίζουν πως η λογική της πολιτιστικής αστυνομίας δεν είναι ίδιον μόνο της ελληνικής δημοσιογραφίας.

Βλέποντας την κατάσταση εντός και εκτός συνόρων, θα έλεγες πως μπορεί κανείς να μιλήσει για την Ελλάδα ως το επίκεντρο ενός νέου τύπου οριενταλισμού;
Υπάρχουν σαφή δείγματα σημαντικής διείσδυσης ενός νεο-αποικιακού λόγου στο πεδίο της καθημερινότητας και της πολιτικής. Δεν θα έλεγα πως η Ελλάδα βρίσκεται στο επίκεντρο της διαδικασίας αυτής, αλλά ο ευρωπαϊκός νότος στο σύνολό του. Η Ελλάδα είναι περισσότερο εκτεθειμένη λόγω του ανεντίμου προτέρου βίου, αλλά και του αυτομαστιγώματος, που είναι εθνικό σπορ.

Ποιες ήταν οι πρώτες αντιδράσεις που συνάντησες όταν πρωτοσύστησες το έργο στους κύκλους του θεατρικού χώρου στην Ελλάδα;
Η συνήθης αδιαφορία. Βεβαίως, τώρα που το έργο έχει πάρει την πιστοποίηση του «εξωτερικού», το ενδιαφέρον έχει πολλαπλασιαστεί. Πρώτη φορά έδωσα τόσες συνεντεύξεις! Ωστόσο, δεν πιστεύω πως κάποιος ελληνικός οργανισμός θα υποστήριζε το εγχείρημα αυτό. Ακόμη και οι πιο καλοπροαίρετοι οργανισμοί, δεν ρισκάρουν, κάτι που είναι αναμενόμενο στις παρούσες συνθήκες.

Η Ελπίδα δεν επιστρέφει στην πατρίδα της. Υπάρχει κάποια σύνδεση αυτής της δραματουργικής επιλογής με τις προσωπικές σου;
Καμία απολύτως. Ζω και εργάζομαι στη Θεσσαλονίκη (ούτε καν στην Αθήνα). Πιστεύω πως η μόνη δυνατότητα να υπάρξει μια ουσιαστική πρόοδος στον ελληνικό πολιτισμό είναι η πολιτιστική αποκέντρωση, εδώ και τώρα, χωρίς ημίμετρα και συμβιβασμούς. Οτιδήποτε άλλο είναι καταδικασμένο στον αυτισμό και την ανθρωποφαγία της αθηναϊκής σκηνής. Όσο για το εξωτερικό, ούτε κατά διάνοια. Μέχρι να απελαθώ, θα συνεχίζω να αντιμετωπίζω με στωικότητα τις δυσκολίες, που προκύπτουν κατά κύριο λόγο από τους περιορισμούς ανθρώπων που δεν θα έπρεπε να βρίσκονται στις θέσεις που βρίσκονται (οι εξαιρέσεις είναι υπαρκτές, τις ξέρουν όλοι και είναι από μόνες τους ικανές για να δείξουν το δρόμο: μόνο ικανοί άνθρωποι μπορούν να αλλάξουν τη διαχείριση των πολιτιστικών θεσμών και μάλιστα έχοντας την υποστήριξη ενός ικανού μηχανισμού. Αλλιώς κοροϊδευόμαστε.) Η Ελπίδα της παράστασής μας δεν είναι ένα θετικό πρότυπο. Είναι απλώς το σύμπτωμα μιας κατάστασης που γίνεται όλο και πιο επικίνδυνη: αν φύγει ό,τι καλύτερο διαθέτει η χώρα, τότε θα την αφήσουμε για μια ακόμη φορά σε επικίνδυνα χέρια, ακροδεξιών ή ακραία αδέξιων. Τώρα πια δεν θέλω καθόλου να φύγω από την Ελλάδα: ζούμε άλλωστε σε πολύ ενδιαφέροντες καιρούς.
 
info:
Όπερα «Yasou Aida» στο Μέγαρο Μουσικής9-13/3,
Μέγαρο Μουσικής, 25ης Μαρτίου & Παραλία,
Τ. 2310 895800

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε