Δημήτρης Σωτηρίου (χοροθέατρο Sine qua non)

Δημήτρης Σωτηρίου (χοροθέατρο Sine qua non)

Από τους σημαντικότερους χορευτές σύγχρονου χορού στην Ελλάδα, ιδρυτικό μέλος της ομάδας sinequanon (εκ των ουκ άνευ, σημαίνει το όνομά τους), συμμετέχει σε δύο παραγωγές που παρουσιάζονται αυτές τις ημέρες στην πόλη μας. Την παράσταση «To Lose Lautrec» του Χοροθεάτρου του ΚΘΒΕ, που παρουσιάζεται στο Βασιλικό θέατρο και την παράσταση του «Γαργαληστή» του Μπασλάμ (11,12 και 13/12) στην Αποθήκη του Μύλου. Ο Δημήτρης Σωτηρίου έδωσε συνέντευξη στην Αναστασία Γρηγοριάδου και το περιοδικό CITY.

Δημήτρη, πότε μπήκες στο χορό;

Πριν από 20 χρόνια. Τότε έφυγα από τη Θεσσαλονίκη για να σπουδάσω στην Κρατική Σχολή Χορού αλλά  είχα ξεκινήσει εδώ, στην Σχολή της Άσπας Φούτση τα πρώτα μου μαθήματα.

Τι σε πήγε στο χορό; Χ

μ, μια μέρα που καθόμουν στο DeFacto κι έπινα καφέ πέρασε απέναντί μου «Το πλοίο των τρελλών», του ΚΘΒΕ, το Αέναο Χοροθέατρο δηλαδή.  Διαφημίζανε την παράστασή τους, «Το πλοίο των τρελλών», με κουδουνάκια, με φλάιερς, και είπα «αυτό θέλω να κάνω».

Μέχρι τότε καθόλου δεν περνούσε από το μυαλό σου ότι με αυτό θα ασχοληθείς
; Καθόλου. Περνούσε από το μυαλό μου ότι θα γίνω καλλιτέχνης κι ότι δεν είχα σχέση με τη Νομική, έτσι ήταν περίεργα και τα φοιτητικά μου χρόνια…

Με το ένα πόδι στη σχολή και το άλλο αλλού…

Ναι. Αλλά δεν ήξερα πώς μπορώ να το κάνω αυτό, γενικά είχα μέσα μου τη διάθεσή μου για την τέχνη, αλλά σε ένα πίσω μέρος του εγκεφάλου μου, σαν να μην πρόκειται για μένα καν.

Σε ποιες τέχνες ήσουν κοντά;
Στη ζωγραφική, στη γλυπτική. Είχα πάει κι είχα ρωτήσει και στη Σχολή Καλών Τεχνών, αλλά κάπως μου είχε φανεί περίεργο το κλίμα και τελικά με τράβηξε ο χορός.

Το ότι ξεκίνησες χορό μετά την εφηβεία, σωματικά δεν σε δυσκόλεψε;

Βέβαια με δυσκόλεψε. Και με δυσκολεύει. Έπρεπε να δουλέψω με όλες μου τις δυνάμεις και όχι μόνο τις σωματικές, και να επινοήσω κι άλλες. Δεν ήμουν από τους ευνοούμενους γιατί και το σώμα μου δεν είναι από τη φύση του ευλύγιστο, έτσι έπρεπε να το κάνω να φαίνεται ευλύγιστο, να επινοήσω τρόπους για να συμπορευτώ.

Και τι έκανες για να το αντιμετωπίσεις;

Αφού τελείωσα την Κρατική Σχολή, έφυγα στην Αμερική όπου ασχολήθηκα με το release technique  που είναι η τεχνική της αποδέσμευσης, απελευθέρωσης, της έντασης, ήταν η τεχνική που χρειαζόμουν, να μάθεις να κινείσαι με τους νόμους της φυσικής. Με τους μοχλούς δηλαδή, το οποίο είναι εξαιρετικά βοηθητικό, δεν χρειάζεται πραγματικά να ασκήσεις δυνάμεις.

Είναι μια τεχνική που δεν μπορούσες να μάθεις  τότε στην Ελλάδα;

Εκείνη την εποχή, το ’93 που πήγα όχι, τώρα ναι.

 Όταν ξεκίνησες το χορό, ήταν  πολλοί οι άντρες χορευτές; Τώρα, άλλαξαν τα πράγματα;

Τώρα οι άντρες ασχολούνται κανονικά με το χορό, τότε ήμασταν σαν τη μύγα μες στο γάλα. Βέβαια τη χρονιά που ξεκίνησα εγώ στην Κρατική,  ήταν που ανέλαβε η Ντένη Ευθυμίου διευθύντρια της Σχολής, άρχισαν και οι άντρες να χορεύουν περισσότερο. Ξεκίνησε με τον σύγχρονο χορό, τότε ξεκίνησε όλο αυτό που λέμε η άνθιση του σύγχρονου χορού στην Ελλάδα. Ήταν μια συγκυρία ευτυχής μπορώ να πω και για μένα γιατί είχα περάσει και το όριο ηλικίας για να μπω στη σχολή.

Και πώς μπήκες;
Βρήκε η Ντένη Ευθυμίου ένα παράθυρο στην νομολογία, μας πήρε σαν εξαιρετικά ταλέντα, εμένα, τον Ρήγο και τον Γιαπλέ, θυμάμαι, για να μπορέσει να μας βάλει να σπουδάσουμε.

Η sinequanon πότε φτιάχτηκε;

Φέτος ενηλικιώνεται, γίνεται 18 χρονών, τη φτιάξαμε το 1992, η πρώτη μας παράσταση ήταν στο Θέατρο Κήπου, το παλιό, της Θεσσαλονίκης. Τον Ιούνιο του ’92.

Ποιοι φτιάξατε την ομάδα;

Την φτιάξαμε εγώ, η Κική Μπάκα, η Καλλιόπη Σφήκα, η Άννα-Σοφία Καλλινικίδου και η Αποστολία Παπαδαμάκη. Από αυτήν την αρχική ομάδα έχουμε μείνει η Κική κι εγώ. Ήμασταν  φοιτητές ακόμα στη σχολή και στο τέλος της χρονιάς παρουσιάζαμε ο καθένας τη χορογραφία του, ήταν στο πρόγραμμα των σπουδών. Κάποια στιγμή μαζευτήκαμε εμείς όλοι και είπαμε, εμείς που είμαστε από τη Β.Ελλάδα, ας παρουσιάσουμε τη δουλειά μας στη Θεσσαλονίκη, στο Μήνα Χορού, και το κάναμε. Έπρεπε να είμαστε όμως νομικό πρόσωπο κι έτσι φτιάξαμε την ομάδα.

Δεκαοκτώ χρόνια, τι σημαίνει αυτή η ομάδα για σένα;

Μια ζωή. Δηλαδή τα χρόνια πριν την sinequanon είναι μια άλλη ζωή.

Τι καταφέρατε να κάνετε και να ζήσετε με την ομάδα αυτή;
Τη συλλογικότητα. Τη ζύμωση. Αυτό που κάθε φορά δεν το αντέχεις αλλά ξεχνάς πόσο ανυπόφορο είναι. Κάθε φορά μπαίνεις με ενθουσιασμό μέσα.

Αγαπημένη σου δουλειά με την ομάδα;

«Δε με χωρά ο τόπος» και το «Garden», αυτό το είχαμε παρουσιάσει και στη Θεσσαλονίκη, το ’98, στο πάρκο της Ν. Ελβετίας.

Τώρα, «Το Lose Lautrec», γιατί;

Από τον ήχο ξεκινάει του ονόματός του και από τη ζωή του, από το χάσιμο του εαυτού του στο καμπαρέ, το Μουλέν Ρουζ, που  για εκείνον ήταν ένας τόπος συνάντησης και αδελφοσύνης. Τους ένωνε η μουσική, ο χορός, εκεί μέσα πήγαινε ο Λωτρέκ και χανόταν, ερωτευόταν, έβρισκε τις μούσες του και τις ζωγράφιζε.

Δουλεύοντας για μια παράσταση υπάρχει μια βασική ιδέα και πάνω σε αυτήν δουλεύεις, δουλεύετε;

Συνήθως υπάρχει μια βασική ιδέα, είτε είναι θεωρητική είτε είναι κινησιολογική και δουλεύουμε με αυτοσχεδιασμό.

Εδώ στο Λωτρέκ ποια ήταν η βασική ιδέα;
Το καμπαρέ και τα υλικά μας. Μετά από τόσα χρόνια η ομάδα πια έχει κάποια υλικά, από τα σώματα παράγονται κάποια υλικά. Η ιδέα ήταν ότι θα έχουμε μια εξωστρέφεια. Αυτό δηλαδή που χρόνια το καταπολεμούμε στην ομάδα, την εξωστρέφεια αλλά και την εσωστρέφεια και προσπαθούμε με έναν τρόπο αυτά τα δύο να τα συνδυάσουμε, εδώ ήταν πολύ καθαρό το ότι έπρεπε να είναι με εξωστρέφεια και με χαρά. Παρότι η παράσταση έχει το σκοτάδι της.

Πώς ακουμπά η παράσταση στην εποχή της Μπελ Επόκ;

Με μια ειρωνεία, σε πρώτο επίπεδο. Σήμερα μιλώντας για την Μπελ Επόκ με μια ειρωνεία μπορείς να μιλήσει κανείς, αλλά από την άλλη είναι και η νοσταλγία της ωραίας εποχής, όχι μόνο το τέλος του δέκατου ένατου αιώνα. Αυτό κάπως ζωντανεύει μέσα από μια επιλογή κοστουμιών και ηχομουσικής και φώτων. Θέλω να πω ότι τα στοιχεία είναι έτσι ώστε να υπάρχει το τέλος εκείνου του αιώνα και μια νοσταλγία του χαμένου παραδείσου της ένωσης, της βακχείας. Χορευτές και ηθοποιοί είμαστε μέλη ενός μυστηριακού καμπαρέ.

Ο Λωτρέκ είναι ήρωας της παράστασης;
Κατά κάποιο τρόπο είναι.

Δεν ενσαρκώνεται, δεν τον υποδύεται κάποιος;

Ενσαρκώνεται όχι τόσο ως Λωτρέκ αλλά, ας πούμε, ως ένας κλόουν.

Για ποιο λόγο έτσι;

Καταρχάς για να αποφύγουμε κάθε περιγραφικότητα, να μοιάσουμε στο Λωτρέκ φορώντας μούσι, γυαλιά και από την άλλη γιατί του Λωτρέκ του άρεσε πολύ να παίζει και να μεταμφιέζεται. Πέρα από αυτό, επίσης έχει ζωγραφίσει έναν πίνακα με έναν κλόουν που σέρνει κάποια παιχνιδάκια, τον οποίον κλόουν πρέπει να στον δείξω, είναι ίδιος ο Χρίστος Νταρακτσής, είναι απίστευτο.

Πάμε από τον Λωτρέκ στον «Γαργαληστή» του Μπασλάμ, που  ανεβαίνει ξανά για λίγες μέρες κι εσύ είσαι η ψιλόλιγνη φιγούρα του περίεργου ληστή που περιπλανιέται στις ταράτσες τις νύχτες και κλέβει τα γέλια των παιδιών.
Κι αυτό στη Θεσσαλονίκη γεννήθηκε. Κάποια στιγμή στην Αθήνα πριν από χρόνια πολλά, ήταν τότε που ακόμα δειλά δειλά είχε αρχίσει να γράφει παραμύθια ο Μπασλάμ, μετά έσκασε και σε αυτόν το ποτάμι,  μου έδωσε ένα cd και ενθουσιάστηκα.

Τι σου αρέσει σε αυτόν τον ήρωα;

Τα πάντα. Η ιδέα να φτιάξει έναν ήρωα που κλέβει γέλια για να φτιάξει μαντζούνια και μετά να τρυπώσει στα σπίτια και να το δώσει στ

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε