Σύλλας Τζουμέρκας (σκηνοθέτης της «Χώρας Προέλευσης»)

Σύλλας Τζουμέρκας (σκηνοθέτης της «Χώρας Προέλευσης»)

Ο σκηνοθέτης της «Χώρας Προέλευσης», Σύλλας Τζουμέρκας, που έκανε την πρεμιέρα της στο περασμένο Φεστιβάλ Βενετίας και προβάλλεται σε αίθουσες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, μιλά στην Γκέλυ Μαδεμλή και το περιοδικό CITY για την ταινία του σε μια παράξενη χρονική συγκυρία για τη χώρα -Ανήμερα Εθνικής επετείου, παραμονές δημοτικών εκλογών.


Αναφέρεις συχνά πως η ταινία μιλά «για την ιστορία μιας χώρας και μιας οικογένειας σε ελεύθερη πτώση». Σε πρώτο επίπεδο, πώς συνδέεις την οικογένεια με την ιστορία της χώρας;
Αυτό που προσπαθούμε να δείξουμε στην ταινία είναι το εξής: όταν μιλάμε για διαδηλώσεις, για μεγάλα δημόσια γεγονότα, για ψηφοφορίες, από πίσω κρύβονται οικογένειες. Ο άνθρωπος που βλέπουμε σε μια διαδήλωση θα γυρίσει κάποια στιγμή στην οικογένειά του, και οι αρχές με τις οποίες δρα στη δημόσια ζωή, εκ των πραγμάτων είναι όμοιες με αυτές με τις οποίες δρα στον ιδιωτικό του χώρο.


Για ποιες αρχές μιλάς στην ταινία;
Αυτές οι αρχές έχουν να κάνουν με διάφορα πράγματα. Κυρίως εστιάζουμε στο ότι εμείς οι άνθρωποι δεν ξέρουμε το σωστό. Δηλαδή ξεκινάμε μια πράξη λέγοντας ότι πράττουμε το σωστό, ονομάζοντάς το έτσι, πίσω όμως από αυτό κρύβουμε αυτό που μας συμφέρει ή αυτό που επιθυμούμε. Νομίζω ότι είναι μια ολόκληρη κουλτούρα αυτό το πράγμα στην Ελλάδα


Δεν θα έλεγε ίσως κανείς πως οι κεντρικοί χαρακτήρες εφαρμόζουν το «όλα επιτρέπονται»;
Ισχύει αυτό το πράγμα, όλα επιτρέπονται, αρκεί να μπορείς να πληρώσεις τις συνέπειες, δεν υπάρχει σωστό και λάθος στην ταινία, υπάρχουν πράξεις που είναι σε ένα βαθμό σωστές και σε ένα βαθμό λάθος, κι από εκεί και πέρα οι συνέπειες φωτίζουν αυτό που κάναμε. Στο τέλος όλοι την πληρώνουν


Παρουσιάζονται εκπρόσωποι τριών γενεών. Πώς εξηγείται η διαφοροποίηση της στάσης της μίας σε σχέση με τις άλλες δύο;
Αυτό είχε να κάνει με τον τρόπο με τον οποίο είδαμε εμείς τις διάφορες γενιές. Τη γενιά του ’50 εγώ την έμαθα με δύο τρόπους. Πρώτα από τις αφηγήσεις των πατεράδων μου, από την γενιά της μεταπολίτευσης, που έδιναν μια γενιά απίθανα σκληρή, απίθανα βίαιη και τρομακτικά άγρια μέσα στο πλαίσιο που επέβαλλε στα πράγματα. Από εκεί και πέρα υπάρχει ένα άλλο κομμάτι που είναι η δικιά μας εμπειρία ως εγγόνια, εμείς από αυτούς τους ανθρώπους έχουμε πάρει αγάπη με έναν τρόπο, η στάση τους απέναντί μας ήταν διαφορετική από τη στάση που κράτησαν απέναντι στα παιδιά τους. Αυτή την αντίστιξη που βλέπουμε στην ταινία την έχουμε ζήσει κι εμείς ως συντελεστές της. Σε σχέση και πάλι με τη γενιά της μεταπολίτευσης, εμείς νομίζω πως είμαστε πιο σκληροί. Η ταινία δεν χαρίζεται σε καμία γενιά. Κάθε γενιά έχει τα δικά της τικ, τις δικές της δυσλεξίες, τους δικούς της ευνουχισμούς… Αλλά νομίζω πως παλεύει με αυτά. Καλά, τώρα μιλώντας σε συνέντευξη, πολλά πράγματα αποδίδονται συμπυκνωμένα -λέω συνέχεια «μια γενιά, μια γενιά, μια γενιά»… Στην ταινία οι άνθρωποι διαχωρίζονται. Τη νεότερη γενιά εκπροσωπούν τρεις άνθρωποι εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους,  που έχουν ποικίλες αντιδράσεις σε όσα συμβαίνουν τριγύρω.


Πού αναφέρονται τα πλάνα αρχείου που βλέπουμε στην ταινία;
Τα πλάνα αρχείου ξεκινάνε από το 1974, το πρώτο πλάνο αρχείου που βλέπει κανείς δείχνει την είσοδο του Παπαδόπουλου σε ένα χωριό, όπου τον χειροκροτάει όλος ο κόσμος, μετά περνάμε σε πλάνα από τα χρόνια της «αλλαγής» και τα επίκαιρα περνούν από το ’80 και φτάνουν μέχρι και το Δεκέμβριο του 2008. Η αρχική σύλληψη της ιδέας για το σενάριο, για τη σύνδεση οικογενειακής και δημόσιας ζωής έγινε πολύ νωρίς, το 2004. Σταδιακά αυτή η ιδέα άνοιγε, και δουλέψαμε συστηματικά από το 2006 και μετά.


Επηρέασαν αυτά τα τελευταία γεγονότα την παραγωγή και τη δομή της ταινίας;
Εμείς βρεθήκαμε με ένα εργαλείο, την ταινία, που μας βοηθούσε να καταλάβουμε αυτό που συνέβαινε. Για μένα, όπως και στην ταινία, αυτό είναι το τελευταίο επεισόδιο σύγκρουσης των γενεών της μεταπολίτευσης., δηλαδή το σημείο όπου η νεότερη γενιά εχθρεύεται την προηγούμενη.  Νομίζω πως αυτό δεν έχει τελειώσει και πως υπάρχουν φοβεροί λόγοι για τους οποίους συμβαίνει αυτή η σύγκρουση -όπως το ότι βρίσκεται σήμερα μια γενιά σε μια χώρα στα πρόθυρα της χρεωκοπίας, ότι πέρασε σε ένα άθλιο πανεπιστήμιο, ότι στη δουλειά μας έχουν πηδήξει ανάποδα, όλο αυτό το πράγμα είναι η πραγματικότητα.


Φαίνεται να σε ενδιαφέρει πολύ το να εξηγήσεις γιατί οι ήρωες φέρονται όπως φέρονται, το να βρεις συγκεκριμένες αιτίες…
Το πρώτο μέρος της ταινίας, αυτό κάνει, αποδίδει τη συμπεριφορά των χαρακτήρων σε συγκεκριμένα αίτια -στην οικογένεια, στη δουλειά, στα λεφτά, σε όλα όσα συγκροτούν τη ζωή μας κι είναι προβληματικά. Στο δεύτερο μέρος της ταινίας, που μου αρέσει και περισσότερο, οι ήρωες είναι πια μόνοι τους κι ο καθένας είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του, όταν πια χάνεται το δικαίωμα του να το παίζεις θύμα. Η θυματοποίηση είναι ένα φοβερό σπορ.


Στο τέλος της ταινίας, με το παράλληλο μοντάζ η στάση του Στέργιου μοιάζει να εξισώνεται με την απόλυτη εικόνα της ελευθερίας, απογυμνωμένης και ματωμένης -είναι για σένα έτσι; Δεν θα σου απαντήσω σε αυτό! (γέλια) Μπορώ όμως να σου πω πως αν το κέντρο της ταινίας είναι το ποίημα του Σολωμού, κι αυτό που λέει για το πόσο αδύνατο είναι να είσαι ελεύθερος, αν δεν συγκρουστείς με ό,τι υπάρχει γύρω και μέσα σου, αυτό συμβαίνει σε έναν ήρωα της ταινίας, κι έτσι έρχεται αυτός ο παραλληλισμός που λες στο τέλος.


Σε έναν μεσότιτλο λίγο πριν από αυτή τη σκηνή είναι αντεστραμμένη η εικόνα της σελίδας με τον «Ύμνο». Σχετίζεται αυτό με αυτό που μόλις περιέγραψες;
Πολύ χαίρομαι που το πρόσεξες αυτό. Έχει μεγάλη σημασία για μένα το ότι είναι ανάποδα, το ότι όλα είναι αναποδογυρισμένα.


Παρεμπιπτόντως, είχες άραγε υπ’ όψιν σου και μια ταινία που λέγεται «Προσκύνημα στη Λούρδη»;
Και σε αυτήν το τελευταίο πλάνο κλείνει με το τραγούδι «Felicita» -εκεί όπου η ηρωίδα δείχνει να προτιμά να στερηθεί την ελευθερία να περπατά στα δυο της πόδια, παρά να βρίσκεται στο επίκεντρο κακόβοθλων σχολίων από τον περίγυρό της, μάλιστα και αυτή έκανε πρεμιέρα στη Βενετία και διανεμήθηκε από την ίδια εταιρία που διανέμει τη «Χώρα προέλευσης»! Ναι, βέβαια την έχω δει, μάλιστα μου το είπαν κι άλλοι, μάλιστα μου πρότειναν άλλοι να βγάλω το τραγούδι, κι εγώ λέω βρε παιδιά γιατί να το βγάλω, αυτές οι συμπτώσεις είναι μαγικές, κάτι σημαίνει αυτό. 


Κι άλλες ελληνικές ταινίες της νεότερης παραγωγής αναπτύσσονται γύρω από την προβληματική της οικογένειας: Ο «Κυνόδοντας», η «Στρέλλα», οι ταινίες του Οικονομίδη ή και του Ζάππα… Αναγνωρίζεις ίσως κάποιες κοινές αναφορές; Κοίταξε, εγώ έχω βασιστεί πάρα πολύ σε παλαιότερες ελληνικές ταινίες -σε δυο ταινίες του Κακογιάννη της δεκαετίας του ’50, το «Κορίτσι με τα μαύρα» και «Το τελευταίο ψέμα» -ειδικά το τελευταίο είναι από τις πιο άγριες ταινίες για την οικογένεια και σκέψου είναι γυρισμένη το ’58. Εκεί ο σκηνοθέτης παίρνει ένα μελοδραματικό θέμα (όπως το δικό μας μελοδραματικό θέμα είναι η υιοθεσία) και με αυτό κάνει μια ολόκληρη ανατομία για την κοινωνία και την οικογένεια στην εποχή του. Είναι αυτό που σε κάνει να λες «γίνεται και στα ελληνικά».


Θεωρείς τη «Χώρα προέλευσης» μελόδραμα;
Αν σκεφτούμε ότι στον πυρήνα του μελοδράματος, γίνεται φρικτό και πολύ δραματικό… Εμένα μου αρέσουν πάρα πολύ, είναι το αγαπημένο μου είδος.


Γι’ αυτό και δίνεις τόση έμφαση στο «μέλος»;
Ακούμε τη μουσική των Drog-A-Tek σχεδόν καθόλη τη διάρκεια της ταινίας. Εμείς δουλεύαμε ένα χρόνο, επηρεάσαμε με τον Πάνο, τον μοντέρ, πάρα πολύ τους Drog-A-Tek κι αυτοί επηρέασαν πάρα πολύ εμάς. Έχει να κάνει με τον τρόπο που δουλεύαμε, στέλναμε ένα κομμάτι εικόνα

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε