Συνέντευξη της ηθοποιού  Άννας Κυριακίδου

Συνέντευξη της ηθοποιού Άννας Κυριακίδου

Ερμηνεύει το ρόλο της Γκούντρουν στην παράσταση του πολυπρόσωπου έργου «Το έξυπνο πουλί» του Ζωρζ Φεντώ, που παίζεται από την Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης» με τη συμμετοχή όλων σχεδόν των εν ενεργεία ηθοποιών της, στο θέατρο Αμαλία. Ακολουθεί συνέντευξη της Άννας Κυριακίδου στον Σωτήρη Ζήκο, αρχισυντάκτη του περιοδικού CITY.


Η παράσταση αυτή είναι επετειακή για τα 30 χρόνια λειτουργίας της Πειραματικής Σκηνής της Τέχνης. Εσύ από πότε συμμετέχεις σε αυτήν;
Πράγματι πέρασαν τριάντα χρόνια από τότε που μια παρέα θαρραλέων παιδιών -με κηδεμόνα τον Νικηφόρο Παπανδρέου- κλείστηκε σε ένα θέατρο και βούτηξε μέσα στο ντάλα καλοκαίρι στις πρόβες του «Ονείρου». Ήταν το «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας» του Σαίξπηρ σε σκηνοθεσία Κόλιν Χάρρις που ανεβάστηκε τον Οκτώβριο του 1979 στο θέατρο «Άδωνις». Τα υπόλοιπα είναι πια η ιστορία της Πειραματικής Σκηνής. Η αρχική επαφή μου με την Πειραματική ήταν φυσικά ως θεατής, αργότερα ως μαθήτρια του Εργαστηρίου Θεατρικής Τέχνης (που λειτουργούσε σε συνεργασία με την Πειραματική Σκηνή) και μετέπειτα το 1996, ως ηθοποιός στην πρώτη μου επαγγελματική  παράσταση. Ήταν οι «Τρεις Αδερφές» του Άντον Τσέχοφ σε σκηνοθεσία Νίκου Χουρμουζιάδη. Βρέθηκα στη σκηνή γεμάτη ενθουσιασμό, από άγνοια κινδύνου μάλλον -και όχι πολύ τρακ θα έλεγα, απέναντι σε ανθρώπους που θαυμάζω, να κοιτάζω τα μάτια των δασκάλων μου ντυμένη με τα ρούχα της Ειρήνας και να μην το πιστεύω πως το όνειρό μου γίνεται πραγματικότητα. Η πρεμιέρα της παράστασης αυτής νομίζω ότι συγκαταλέγεται στις πιο ωραίες στιγμές της ζωής μου. Θέλω να ευχαριστήσω τον Νίκο Χουρμουζιάδη που μου εμπιστεύτηκε έναν τόσο σπουδαίο ρόλο στο ξεκίνημά μου. 


Ποια είναι η υπόθεση του έργου αυτής της παράστασης;
Είναι μια κόκκινη κλωστή δεμένη, στις καλτσοδέτες των γυναικών τυλιγμένη, που τραβάει όλους τους άντρες από τη μύτη σαν έξυπνα πουλιά. Τυλίγεται και ξετυλίγεται αυτό το κατακόκκινο κουβάρι και στροβιλίζονται γύρω του σύζυγοι, ερωμένες, απατημένοι και καταπιεσμένοι εραστές, απρόσφοροι έρωτες και κρύα πιάτα εκδίκησης μισοφαγωμένα. Κεντρικός άξονας του έργου η επιθυμία του άντρα για την γυναίκα του πλησίον του και η παράλληλη διαφύλαξη της συζυγικής του γαλήνης, πράγμα δύσκολο αν όχι ακατόρθωτο. Οι άντρες πιάνονται στις ίδιες τους τις φάκες, οι γυναίκες απολαμβάνουν τον θρίαμβο τους, κουρνιάζοντας όμως στις συζυγικές αγκαλιές και το μήλο του Παραδείσου μένει αιώνια δαγκωμένο!


Ποια είναι η Γκούντρουν της οποίας τον ρόλο ερμηνεύεις εσύ;
Η Γκούντρουν είναι μια πιστή σύζυγος, μια λεπτεπίλεπτη λάτρης του μποξ, μια ρομαντική, πονεμένη γερμανική ψυχή που ζει στο Μόναχο ταλανιζόμενη από ένα μεγάλο ερώτημα: πότε θα ξαναδεί τον Γάλλο εραστή της, φίλο και συνεργάτη του άντρα της.


Πώς προέκυψε αυτή η γερμανική προφορά που χρησιμοποιείς στην ερμηνεία σου;
Η Γκούντρουν μιλάει μια ξένη γλώσσα (στην προκειμένη περίπτωση τα ελληνικά) με γερμανική προφορά, ούσα γερμανίδα. Η γερμανική γλώσσα είναι μια δυνατή γλώσσα, έντονη, με βαριά σύμφωνα και τραχιά ακουστική. Ως εκ τούτου η προφορά βγήκε αυθόρμητα και αβίαστα αν και δουλεύτηκε μετά στην λεπτομέρειά της.



Γνωρίζεις σε ποια σημεία το αρχικό κείμενο διασκευάστηκε στη μετάφραση από τον Νικηφόρο Παπανδρέου και σε ποια σημεία στη σκηνοθεσία από τον Γιάννη Μόσχο;
Νομίζω ότι υπήρχε μία κοινή γραμμή και μεταφραστικά και σκηνοθετικά. Να επαλειφθεί το κλίμα της εποχής του Φεντώ, να έρθει το κείμενο πιο κοντά στην σύγχρονη καθομιλουμένη πράγμα που πιστεύω και έγινε επιτυχώς! Η γλώσσα έγινε ζωντανή και γάργαρη. Υπήρχαν κάποιες προσθήκες που προέκυψαν από αυτοσχεδιασμούς και επίσης κάποια πράγματα καθαρά τεχνικά: τα καμπανάκια έγιναν κουδούνια ηλεκτρονικά, τα τηλεγραφήματα τηλέφωνα κλπ. Ο Γιάννης Μόσχος υπήρξε λεπτομερής και σαφής ως προς αυτό και παράλληλα πρέπει να αναφέρω ότι έγραψε και ένα νέο φινάλε στο έργο διασκευάζοντας το αρχικό κείμενο. Υπήρξαν στιγμές που και η παραμικρή λέξη απασχολούσε αν πρέπει να χρησιμοποιηθεί η όχι.


Στην παράσταση φαίνεται να είναι ένα έργο χωρίς πρώτους και δεύτερους ρόλους, όλοι σχεδόν πρωταγωνιστούν. Πώς δουλέψατε στις πρόβες;
Χρειάζονται τα κλισέ στη ζωή και έχω δικαίωμα να πω κι εγώ ένα: τίποτα δεν είναι τυχαίο! Δουλέψαμε πολύ σκληρά θα έλεγα σε αυτό το έργο, δεκαπέντε άνθρωποι, μία κωμωδία, καταιγιστικοί ρυθμοί, μουσική, κίνηση, χορός, πόρτες, βαλίτσες, σκηνικές μάχες, συγχρονισμός, τεχνικά μέσα και άλλα που κανείς δεν μπορεί να βάλει στο νου του. Η δουλειά ξεκίνησε με σωματικούς αυτοσχεδιασμούς, ελευθερία στην έκφραση, ομαδικά παιχνίδια, ασκήσεις και μεγάλο κέφι. Οι ιδέες έπεφταν βροχή. Έπειτα η δουλειά εντατικοποιήθηκε, δουλεύτηκε η παραμικρή λεπτομέρεια, κινησιολογικά και υποκριτικά, από τον σκηνοθέτη μας Γιάννη Μόσχο δίχως να χαθεί αυτό το κέφι! Οι ρόλοι αυτοί πρωταγωνιστούν στη σκηνή γιατί δουλεύτηκαν ως σχέσεις και όχι ως ρόλοι. Είναι άνθρωποι που ο ένας δεν υπάρχει χωρίς τον άλλον. Έχουν παρελθόν, επιθυμίες και όνειρα για το μέλλον. Ο καθένας από εμάς κουβαλάει έναν «κόσμο» μαζί του και ζει την κάθε στιγμή στο έργο ως χαρακτήρας και όχι ως «καρικατούρα», περίγραμμα δηλαδή ανθρώπου. Είναι πλάσματα ζωντανά που δρουν και αντιδρούν αληθινά, γι’ αυτό και χαράσσονται όλοι δυνατά στη μνήμη του θεατή.


Πώς βλέπεις τα θεατρικά πράγματα στη Θεσσαλονίκη τα τελευταία χρόνια; Πάμε καλά; Καλύτερα ή χειρότερα;
Κατά την ταπεινή μου άποψη η Θεσσαλονίκη χρειάζεται τα μέσα. Χρειάζεται χώρους, θέατρα, σχολές. Δεν νοείται πόλη με τέτοιο πληθυσμό να της αντιστοιχούν τόσα λίγα θέατρα. Υπάρχει πρόβλημα στέγης, αρωγής στις νέες ομάδες, προβολής, επαγγελματισμού. Είναι ένας φαύλος κύκλος. Αν δεν υπάρχουν όλα αυτά πώς θα μείνουν εδώ οι άνθρωποι του θεάτρου. Γιατί να μείνουν εδώ; Οι άνθρωποι φέρνουν τις ιδέες, οι άνθρωποι κάνουν την πόλη. Η θεατρική Θεσσαλονίκη δεν θα υπάρχει χωρίς νέα παιδιά, χωρίς δασκάλους, χωρίς βοήθεια από τους φορείς, χωρίς νέους συγγραφείς και σκηνοθέτες. Η πόλη μας κινδυνεύει να μην παράγει πολιτισμό και να γίνεται της μόδας στις πλατείες από γραφικούς «Σαλονικιούς». Δεν είναι αυτό η Θεσσαλονίκη, η πόλη με σήμα το καφεδάκι, οι τροφαντοί πισινοί που λικνίζονται στα τραπέζια πνιγμένοι από γαρύφαλλα. Γίνονται παραστάσεις, χτυπάει η καρδιά της πόλης στα υπόγεια, βράζει το πράγμα, γίνονται προσπάθειες αλλά θέλει κι άλλο. Χρειαζόμαστε δυνατό Τύπο, τηλεόραση, παραγωγές, θεσμούς, αίθουσες. Ξέρετε πόσες αίθουσες υπάρχουν στην πόλη, πόσα ωραία θέατρα που έχουνε λουκέτα στις πόρτες τους; Να μείνουν τα παιδιά εδώ, να κάνουν θέατρο και να αμείβονται γι’ αυτό. Η Θεσσαλονίκη από μόνη της δεν έχει ανάγκη. Ρίχνει ένα ηλιοβασίλεμα και εξιλεώνεται, σιδερώνει το νυφικό της και ανεβαίνει τα σκαλιά της εκκλησίας αφήνοντας πίσω τις γεροντοκόρες να λένε. Η πόλη είμαστε εμείς και πρέπει να διεκδικήσουμε το δικαίωμα μας ενάντια στην μιζέρια.


info: «Το έξυπνο πουλί» του Ζωρζ Φεντώ
στο θέατρο Αμαλία
από την Πειραματική Σκηνή

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε