Γλυκερία Καλαϊτζή: Στο θέατρο συχνά το κοινό είναι λίγο πιο μπροστά από τους κριτικούς

Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και έχει χαράξει ήδη μια μακρά πορεία στον χώρο του Θεάτρου, δίνοντας το δικό της προσωπικό στίγμα στο θεατρικό γίγνεσθαι της πόλης. Η Γλυκερία Καλαϊτζή, δραστήρια, με όραμα και τόλμη, μας έχει χαρίσει πολλάκις θεατρικές στιγμές απόλαυσης. Είναι μια από τις πιο σημαντικές και δραστήριες προσωπικότητες του ελληνικού θεάτρου.

Σκηνοθέτις, Λέκτορας Θεατρολογίας, διδάσκει στο Τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ μαθήματα σκηνοθεσίας και υποκριτικής. Έχει σκηνοθετήσει για το ΚΘΒΕ,  για την Πειραματική Σκηνή της Τέχνης, έχοντας πολλές συνεργασίες με άλλους φορείς, ΔΗΠΕΘΕ, ΘΟΚ, κατάφερε να δημιουργήσει ένα θεατρικό χώρο, το Θέατρο Τ, που αγκαλιάστηκε από το κοινό.

Έχει σκηνοθετήσει πολλά έργα σύγχρονων και κλασικών συγγραφέων, όπως ο Ίψεν, ο Λόρκα, ο Τσέχοφ, ο Μάμετ και άλλοι. Έχει, επίσης, μεταφράσει και διασκευάσει θεατρικά κείμενα, καθώς και γράψει άρθρα και κριτικές για το θέατρο. Φέτος μετά από τη μεγάλη επιτυχία που γνώρισε την περσινή σεζόν, η εμβληματική «Έντα Γκάμπλερ» του Henrik Ibsen επιστρέφει για δεύτερη χρονιά στο Θέατρο Τ σε απόδοση και σκηνοθεσία Γλυκερίας Καλαϊτζή.

• Έχετε δημιουργήσει έναν θεατρικό χώρο, το Θέατρο Τ. Μία ερώτηση που ήθελα από πάντα να ρωτήσω: Πώς προέκυψε η ονομασία Θέατρο Τ;

Η αλήθεια είναι ότι πολλοί μας κάνουν αυτή την ερώτηση. Το αστείο είναι ότι, ενώ η ιστορία επιλογής της ονομασίας είναι κάπως πεζή, έχει δώσει αφορμή για ποικίλες ευφάνταστες ερμηνείες. Κάποιοι θεώρησαν ότι προέρχεται από τα τρία Τ της επιτυχίας του Ελύτη: ταλέντο, τόλμη, τύχη. Άλλοι πάλι, επειδή ξεκινήσαμε μέσα στη βαθιά οικονομική κρίση, το ερμήνευσαν ως το Τ της τρέλας. Εννοείται ότι τίποτα από αυτά δεν είχαμε στο μυαλό μας, όταν ψάχναμε να δώσουμε ένα όνομα στον χώρο. Αρχικά σκεφτόμασταν κάτι σχετικό με την ιστορία του χώρου (στον ίδιο χώρο στεγαζόταν τη δεκαετία του ’80 η μπουάτ «Δέκα Βήματα στην Άμμο»), ή του δρόμου (υπήρχε όμως ήδη το Θέατρο Φλέμινγκ). Τελικά, κάποιος βλέποντας το λογότυπο passaTempo (το όνομα με το οποίο εμφανιστήκαμε ως ομάδα, τέσσερα χρόνια πριν τη δημιουργία του χώρου), όπου προεξείχε το Τ, πρότεινε να ονομάσουμε τον νέο χώρο Θέατρο Τ.

Το Θέατρο Τ έχει ήδη γράψει τη δική του ιστορία στα θεατρικά πράγματα της πόλης. Σε αυτά τα εννέα χρόνια έχετε καταφέρει να μας χαρίσετε υπέροχες θεατρικές συναντήσεις. Πόσο δύσκολο είναι να κρατηθεί ένας χώρος στη Θεσσαλονίκη, να καλύπτει τις οικονομικές του υποχρεώσεις και ταυτόχρονα να συνεχίζει να καλύπτει τις καλλιτεχνικές σας ανάγκες;

Είναι πάρα πολύ δύσκολο. Το θέατρο είναι μια πολύ ακριβή τέχνη κι ένα μικρό θέατρο, όπως το δικό μας, για να μπορέσει να καλύψει πλήρως τις υποχρεώσεις του θα έπρεπε να έχει, για παράδειγμα, 25€ εισιτήριο. Κάτι τέτοιο φυσικά δεν μπορεί να γίνει και για τον πρόσθετο λόγο ότι είμαστε στη Θεσσαλονίκη. Η μικρή ενίσχυση του Υπουργείου Πολιτισμού βοηθάει κάπως, αλλά δεν αρκεί. Αναγκαστικά ένα μέρος του κόστους το επωμιζόμαστε εμείς οι ίδιοι, καθώς τόσο εγώ, όσο και η Μαρία Καραδελόγλου και η Ευαγγελία Κιρκινέ, που ιδρύσαμε και λειτουργούμε τον χώρο, εξακολουθούμε να προσφέρουμε αφιλοκερδώς την καλλιτεχνική μας εργασία, προκειμένου να είμαστε εντάξει στις συμβατικές μας υποχρεώσεις απέναντι στους συνεργάτες μας. Με άλλα λόγια, με ψυχρούς οικονομικούς όρους, τέτοια εγχειρήματα είναι a priori καταδικασμένα. Υπάρχουν, όμως, και οι όροι της καρδιάς, κι αυτό δεν ισχύει μόνο για μας, αλλά και για όλους τους συνεργάτες μας.

Η ομάδα Passatempo αποτελούμενη από εσάς, τη Μαρία Καραδελόγλου (σκηνογράφος-ενδυματολόγος) και την Ευαγγελία Κιρκινέ (σκηνογράφος-ενδυματολόγος), είχε ως στόχο τον υψηλό επαγγελματισμό και την καλλιτεχνική αρτιότητα. Ένα στοίχημα που ως θεατής μπορώ να υπογράψω ότι τον πέτυχε. Ποιοι είναι οι στόχοι σας σήμερα;

Οι στόχοι μας δεν έχουν αλλάξει. Επιμένουμε στον υψηλό επαγγελματισμό και στην αισθητική αρτιότητα. Είναι σημαντικό να πείσουμε τον κόσμο ότι η Θεσσαλονίκη έχει, εκτός από το Κρατικό, και ελεύθερο θέατρο επαγγελματικού επιπέδου. Και δεν αναφέρομαι μόνο στο Θέατρο Τ, αλλά και σε άλλους θιάσους που τα τελευταία χρόνια δραστηριοποιούνται στην πόλη. Εμείς απλώς έχουμε την τύχη να διαθέτουμε έναν δικό μας μόνιμο χώρο. Και με το δεδομένο ότι υπάρχουν ελάχιστοι χώροι και πολλοί ανέστιοι θίασοι στη Θεσσαλονίκη, ένας ακόμα στόχος μας είναι να γίνει το Θέατρο Τ σημείο αναφοράς για το ελεύθερο θέατρο της Θεσσαλονίκης κι ένας χώρος, όπου μπορεί να δει κανείς τη δουλειά και άλλων καταξιωμένων δημιουργών της πόλης, αλλά και των νέων καλλιτεχνών, που αποφοιτούν από το Τμήμα Θεάτρου και τις Δραματικές Σχολές και με τους οποίους επιδιώκουμε σταθερά συνεργασίες.

Έχετε ανεβάσει πολλά από τα διαμάντια του διεθνούς δραματολογίου, δίνοντάς μας την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε κλασικά έργα της παγκόσμιας δραματουργίας. Έχετε πάντα μια φρέσκια ματιά πάνω σε αυτά τα έργα. Ποιες είναι οι αντιδράσεις του κοινού στην εκ νέου αντιμετώπιση του κλασικού έργου;

Ένα κλασικό έργο δεν το ανεβάζεις επειδή είναι κλασικό. Μπορεί να κουβαλάει κάποιο brand ο συγγραφέας, αλλά αν το έργο δεν έχει κάτι να σου πει σήμερα, δεν αρκεί. Αυτό βέβαια, και με δεδομένο τον μεγάλο ανταγωνισμό στον χώρο, πολύ συχνά μας οδηγεί σε εύκολους αισθητικούς εκσυγχρονισμούς ή μοντέρνες αποδομήσεις, προκειμένου να γοητεύσουμε ένα κοινό που αποθεώνει στιγμιαία οτιδήποτε μοιάζει καινούριο ή διαφορετικό στην όψη.

Ωστόσο, τα κλασικά έργα, ακόμα και στη συμβατική τους (μη πειραγμένη) εκδοχή, έχουν ακόμα πολλά να μας πουν, επειδή έχουν να κάνουν με τον άνθρωπο, με τις σχέσεις και την ταυτότητά του, κι άρα με μας τους ίδιους, με τα θέλω μας σε έναν άκρως ανταγωνιστικό κόσμο, με τις βαθύτερες αγωνίες μας, που δεν τολμούμε να τις μοιραστούμε με κανέναν, επειδή η εποχή μας θέλει cool, εν τέλει με τη βαθύτερη μοναξιά μας.

Τα έργα αυτά μιλούν για όλα εκείνα που μας εμποδίζουν να προχωρήσουμε, για εκείνα τα κοινωνικά ή ψυχικά εμπόδια που δεσμεύουν την ψυχή μας και, κατά συνέπεια, τη ζωή μας. Το θέμα, για μένα, δεν είναι επομένως να τα ξαναδούμε αυτά τα έργα απλώς μέσα από μια σύγχρονη και μοντέρνα αισθητική, αλλά να ξαναδούμε και το περιεχόμενό τους, το οποίο — λανθασμένα, κατά τη γνώμη μου — το θεωρούμε γνωστό και, ακόμα χειρότερα, αυτονόητο.

Το βλέπουμε αυτό και στις κριτικές που γράφονται, όπου ξεκινούν με την ανάλυση του έργου — όχι της πλοκής, αλλά αυτού που κατά τη γνώμη τους «λέει» το έργο — αντί να εστιάζουν στην ανάγνωση του σκηνοθέτη, στο πώς διάβασε δηλαδή ο σκηνοθέτης τις σχέσεις και τις συμπεριφορές. Σε αυτό, θα έλεγα, συχνά το κοινό είναι λίγο πιο μπροστά, καθώς η εμπειρία, τόσο από τις Τρεις αδερφές το 2011 και τους Βρικόλακες το 2015, όσο και από τον Γυάλινο κόσμο και το Τέλος του παιχνιδιού το 2017, αλλά και τώρα την Έντα Γκάμπλερ, έδειξε και δείχνει ότι η αποδοχή των παραστάσεων έχει να κάνει και με το ότι ο θεατής μοιράζεται μια εμπειρία, μέσα στην οποία αναγνωρίζει κάτι από τον εαυτό του σε αυτούς τους ήρωες και σε αυτές τις ηρωίδες.

• Ο Ίψεν μας παρέδωσε την Έντα Γκάμπλερ το 1890. Πόσο έχει διαφοροποιηθεί η γυναικεία ταυτότητα μέσα σε αυτά τα 133 χρόνια;

Αν με ρωτούσες πριν την πανδημία, θα σου έλεγα πάρα πολλά. Η γυναίκα βγήκε στον δημόσιο χώρο, εργάζεται, ψηφίζει, καταλαμβάνει δημόσιες θέσεις και θέσεις ευθύνης. Ο εγκλεισμός, όμως, στην περίοδο της πανδημίας έφερε στην επιφάνεια αυτό που φαίνεται ακόμα να κρατεί καλά σε μια μερίδα της κοινωνικής συνείδησης. Οι γυναικοτονίες, οι σεξουαλικές επιθέσεις, οι κακοποιήσεις (ψυχολογικές και σεξουαλικές) για τις οποίες διαβάζουμε σχεδόν καθημερινά, δείχνουν ότι δυστυχώς η ισότητα, σε ό,τι αφορά στις γυναίκες, τόσο μέσα στην κοινωνία όσο και μέσα στην οικογένεια εξακολουθεί ακόμα να είναι ζητούμενο.

Το έργο αφηγείται την ιστορία της Έντα, μιας νεόνυμφης γυναίκας που δεν είναι ευχαριστημένη με τον γάμο της και τη ζωή της και προσπαθεί να επηρεάσει την μοίρα των ανθρώπων γύρω της. Η Έντα είναι ένας πολύπλοκος και αντιφατικός χαρακτήρας, που έχει ερμηνευτεί με διάφορους τρόπους από διάσημες ηθοποιούς και σκηνοθέτες. Έχουν δοθεί πολλές ερμηνείες σχετικά με τον χαρακτήρα της Έντα Γκάμπλερ και τους λόγους που την οδήγησαν στις συγκεκριμένες συμπεριφορές-επιλογές. Ποια είναι η δική σας ερμηνεία;

Για την Έντα έχουν δοθεί τόσες πολλές ερμηνείες, που κάπου χάνουμε τον λογαριασμό. Τι είναι τελικά αυτή η γυναίκα; Ένας διάβολος; Μια γυναίκα που ασφυκτιά μέσα στην ίδια της τη φύση; Μια κακομαθημένη και σνομπ αστή; Είναι ένας ψυχρός θύτης, επειδή, όπως λέτε, θέλει να επηρεάσει τη μοίρα των ανθρώπων γύρω της; Για μένα, τίποτα από όλα αυτά. Η αλήθεια είναι ότι αυτή η ανάγκη της να έχει δύναμη, ώστε να μπορεί να επηρεάσει (να εμπνεύσει) κάποιον παρεξηγήθηκε όσο τίποτα άλλο. Μα αυτό δεν είναι που κατά βάθος επιθυμούμε όλοι; Δεν θέλουμε να είμαστε η έμπνευση για τον άνθρωπό μας, για τους μαθητές μας οι δάσκαλοι, για το κοινό τους οι ηθοποιοί; Τι σημαίνει, όμως, να θέλω κάτι διαφορετικό από αυτό που ορίζουν οι άλλοι για μένα, η κοινωνία ή η οικογένεια, ειδικά αν με νοιάζει η γνώμη των άλλων ή δεν θέλω να πληγώσω/προδώσω την οικογένειά μου; Πώς μπορώ να παραμείνω ελεύθερη, να είμαι ο εαυτός μου, μέσα σε αυτό το πλαίσιο; Αυτά, κατά τη γνώμη μου, είναι τα ερωτήματα που βασανίζουν την Έντα. Η Έντα είναι μια έξυπνη γυναίκα, που δυστυχώς πέφτει θύμα των ίδιων της των επιλογών. Γιατί δεν νοείται ελευθερία, χωρίς κόστος. Η Έντα, για μένα, είναι μια χειραφετημένη γυναίκα, που πιστεύει ότι μπορεί μέσα στον γάμο της να διατηρήσει τον έλεγχο του εαυτού της. Ζει, όμως, σε μια βαθιά πατριαρχική κοινωνία, όπου οι ρόλοι της γυναίκας είναι αυστηρά καθορισμένοι: σύζυγος, μητέρα, ερωμένη. Κι έξω από αυτό το πλαίσιο, πόρνη. Η Έντα, το μόνο που θέλει είναι να αποφασίζει αυτή για τον εαυτό της. Κι όταν συνειδητοποιεί ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατον, αποφασίζει να «επαναστατήσει», με μια πράξη που, όπως λέει η ίδια «έχει μεγαλείο και ομορφιά».

Παρακολουθώντας το έργο σας και τον λόγο σας όλα αυτά τα χρόνια, πολλές φορές θαύμασα την τόλμη σας να τοποθετηθείτε στα φλέγοντα προβλήματα του καλλιτεχνικού γίγνεσθαι της πόλης. Το έχετε πληρώσει αυτό;

Είμαι οπαδός της αρμονίας και της θεωρίας του χάους. Πάντα κάτι χάνεις και κάτι κερδίζεις. Όταν, όμως, μια κριτική ή μια τοποθέτηση γίνεται με ειλικρίνεια και όχι με στόχο κάποιο προσωπικό όφελος, μπορεί να δυσαρεστήσεις κάποιους, αλλά το κόστος αυτό ισορροπεί, όταν η συνείδησή σου είναι καθαρή. Επειδή είμαστε μικρή πόλη και λίγο πολύ όλοι γνωριζόμαστε μεταξύ μας, δημιουργείται ένα πλέγμα σχέσεων, που συχνά μας καταδικάζει σε αφωνία, από φόβο ότι μπορεί, αν μιλήσουμε, να δυσαρεστήσουμε κάποιους ή να χάσουμε κάποια ευκαιρία δουλειάς ή οτιδήποτε. Πιστεύω, όμως, ότι τα προβλήματά, αν δεν τα ονοματίσεις, δεν θα μπορέσεις ποτέ να τα λύσεις. Θα ήταν ωραίο να μπορούμε να συζητάμε δημόσια τα προβλήματα της πόλης, προβλήματα που εν τέλει σχετίζονται άμεσα με τη ζωή μας, αλλά δυστυχώς ούτε ως χώρα ούτε, πολύ περισσότερο, ως πόλη διαθέτουμε κάποια κουλτούρα δημόσιου διαλόγου. Γκρινιάζουμε (για όλα μας φταίνε οι άλλοι) και μοιρολατρούμε (τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει) στα social media, παραμένοντας επί της ουσίας καθηλωμένοι. Προσωπικά, αν και φύση απαισιόδοξη, αλλά θέση αισιόδοξη, δεν μπορώ παρά να αγωνίζομαι, λόγω και έργω.

• Πώς βλέπετε τη θεατρική πραγματικότητα της Θεσσαλονίκης και της Ελλάδας του σήμερα; Ποιος είναι ο ρόλος του ΚΘΒΕ;

Θα πω κι εγώ την κοινοτυπία. Ότι έχουμε μια πληθωριστική παραγωγή. Ωστόσο, μέσα σε αυτή θα βρεις και διαμάντια και διαμαντάκια. Έχουμε, σε γενικές γραμμές πολύ καλό υλικό στην Ελλάδα, σε ηθοποιούς κυρίως, αλλά και κάποιους πολύ αξιόλογους νέους σκηνοθέτες. Το θέμα είναι ότι κοινό και πολιτεία αντιμετωπίζουμε τον σύγχρονο πολιτισμό με όρους entertainment και lifestyle. Δεν επενδύουμε ουσιαστικά ούτε σε εκπαίδευση ούτε σε παραγωγή. Η Θεσσαλονίκη είναι μια άλλη ιστορία. Είναι περιθωριοποιημένη, όπως και όλη η περιφέρεια, αλλά και η ίδια αδυνατεί (μεταξύ μας, δεν θέλει) να αξιοποιήσει το δυναμικό που της προσφέρουν οι τρεις δραματικές σχολές, τα τμήματα Θεάτρου, Μουσικής, Εικαστικών, Κινηματογράφου και Δημοσιογραφίας που διαθέτει. Μας αρκεί να χαιρόμαστε όταν καλλιτέχνες που ξεκίνησαν από τη Θεσσαλονίκη διαπρέπουν στην Αθήνα. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με το ΚΘΒΕ. Χαίρεται και καμαρώνει που είναι το πρώτο θέατρο στην πόλη. Δικαίως. Μόνο που είναι το μόνο. Το μόνο που διαθέτει τους πόρους και τα μέσα να παράξει καλλιτεχνικό έργο υψηλού επιπέδου. Ουσιαστικά το ΚΘΒΕ παίζει χωρίς ανταγωνιστή (χωρίς αντιπολίτευση παρά λίγο να πω). Αυτό δεν είναι καλό ούτε στο ΚΘΒΕ ούτε στο θέατρο γενικότερα.

• Eσείς τι θα αλλάζατε ή τι θα προτείνατε;

Το ΚΘΒΕ είναι θεσμός. Δεν είναι ένα «μαγαζί». Το θέμα δεν είναι αν μπορεί να κάνει περισσότερες ή πιο πλούσιες παραγωγές από όλους τους άλλους (ποιους;), αλλά αν μπορεί να συμβάλει στη γενικότερη ανάπτυξη της θεατρικής δραστηριότητας στη Θεσσαλονίκη και τη Βόρεια Ελλάδα. Ο ρόλος του θα έπρεπε να είναι αντίστοιχος με ένα υπουργείο θεάτρου στη Βόρεια Ελλάδα. Θα έπρεπε να παρακολουθεί τη θεατρική δραστηριότητα και να επενδύει στους καλλιτέχνες της πόλης, με συνέργειες και συνεργασίες. Αυτή τη στιγμή το ΚΘΒΕ επενδύει κυρίως στον επαρχιωτισμό μας. Φέρνει τα καλύτερα ονόματα από την Αθήνα, ώστε να έχουμε κι εμείς εδώ την ευκαιρία να μετέχουμε στο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι της πρωτεύουσας. Δεν είναι απαραίτητα κακό αυτό. Αλλά δεν μπορεί να είναι μόνο αυτό.

• Διδάσκοντας στο Τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ μαθήματα σκηνοθεσίας και υποκριτικής έχετε επαφή με τη νέα γενιά δημιουργών. Τι θα λέγατε στους νέους που μπαίνουν τώρα στο επάγγελμα;

Αυτό που λέω στους φοιτητές και τις φοιτήτριές μου είναι ότι μπαίνουν σε έναν πολύ δύσκολο στίβο, αλλά τους λέω επίσης και ότι ο καλός και ο ικανός δεν χάνονται ποτέ. Μπορεί να δυσκολευτούν στην αρχή, να χρειαστεί να δουλέψουν σερβιτόροι/ες, αλλά αν ο στόχος δεν είναι η εφήμερη δόξα, αλλά η διάρκεια, η σκηνή θα τους ανταμείψει γιατί ξέρει να διαλέγει.


  • Έντα Γκάμπλερ / Θέατρο Τ
    Συνέντευξη Γλυκερίας Καλαΐτζή στο cityportal.gr
    Ερωτήσεις: Μαρία Ανθίδου
    Δεκέμβριος 2023

Η Έντα Γκάμπλερ επιστρέφει στο Θέατρο Τ

Ακολουθήστε το cityportal.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις Διαβάστε για Συναυλίες, Σινεμά, Θέατρο, βιβλία, τέχνες, εκδρομές στην ατζέντα (ημερολόγιο) αλλά και όλα τα Τελευταία νέα από τη Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα και τον Κόσμο, σήμερα, τώρα που συμβαίνουν.

 

Διαβάστε όλα τα τελευταία νέα | Ενημερωθείτε